ΠΑΣΧΩ
I tolerate
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
πάσχω πάσχουμε, πάσχομε
πάσχεις πάσχετε
πάσχει πάσχουν(ε)
Imper
fect
έπασχα πάσχαμε
έπασχες πάσχατε
έπασχε έπασχαν, πάσχαν(ε)
Fut
ure
Cont
inuous
θα πάσχω θα πάσχουμε, θα πάσχομε
θα πάσχεις θα πάσχετε
θα πάσχει θα πάσχουν(ε)
SUB
JUNC
TIVE
Pres
ent
να πάσχω να πάσχουμε, να πάσχομε
να πάσχεις να πάσχετε
να πάσχει να πάσχουν(ε)
Imper
ative
Pres πάσχε πάσχετε
Part
iciple
Pres πάσχοντας