ΠΑΤΩ
I tread
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
πατάω, πατώ πατάμε, πατούμε πατιέμαι πατιόμαστε
πατάς πατάτε πατιέσαι πατιέστε, πατιόσαστε
πατάει, πατά πατάν(ε), πατούν(ε) πατιέται πατιούνται, πατιόνται
Imper
fect
πατούσα, πάταγα πατούσαμε, πατάγαμε πατιόμουν(α) πατιόμαστε, πατιόμασταν
πατούσες, πάταγες πατούσατε, πατάγατε πατιόσουν(α) πατιόσαστε, πατιόσασταν
πατούσε, πάταγε πατούσαν(ε), πάταγαν, πατάγανε πατιόταν(ε) πατιόνταν(ε), πατιούνταν, πατιόντουσαν
Aorist πάτησα πατήσαμε πατήθηκα πατηθήκαμε
πάτησες πατήσατε πατήθηκες πατηθήκατε
πάτησε πάτησαν, πατήσαν(ε) πατήθηκε πατήθηκαν, πατηθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω πατήσει
έχω πατημένο
έχουμε πατήσει
έχουμε πατημένο
έχω πατηθεί
είμαι πατημένος, -η
έχουμε πατηθεί
είμαστε πατημένοι, -ες
έχεις πατήσει
έχεις πατημένο
έχετε πατήσει
έχετε πατημένο
έχεις πατηθεί
είσαι πατημένος, -η
έχετε πατηθεί
είστε πατημένοι, -ες
έχει πατήσει
έχει πατημένο
έχουν πατήσει
έχουν πατημένο
έχει πατηθεί
είναι πατημένος, -η, -ο
έχουν πατηθεί
είναι πατημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ect
είχα πατήσει
είχα πατημένο
είχαμε πατήσει
είχαμε πατημένο
είχα πατηθεί
ήμουν πατημένος, -η
είχαμε πατηθεί
ήμαστε πατημένοι, -ες
είχες πατήσει
είχες πατημένο
είχατε πατήσει
είχατε πατημένο
είχες πατηθεί
ήσουν πατημένος, -η
είχατε πατηθεί
ήσαστε πατημένοι, -ες
είχε πατήσει
είχε πατημένο
είχαν πατήσει
είχαν πατημένο
είχε πατηθεί
ήταν πατημένος, -η, -ο
είχαν πατηθεί
ήταν πατημένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα πατάω, θα πατώ θα πατάμε, θα πατούμε θα πατιέμαι θα πατιόμαστε
θα πατάς θα πατάτε θα πατιέσαι θα πατιέστε, θα πατιόσαστε
θα πατάει, θα πατά θα πατάν(ε), θα πατούν(ε) θα πατιέται θα πατιούνται, θα πατιόνται
Simp
Fut
θα πατήσω θα πατήσουμε, θα πατήσομε θα πατηθώ θα πατηθούμε
θα πατήσεις θα πατήσετε θα πατηθείς θα πατηθείτε
θα πατήσει θα πατήσουν(ε) θα πατηθεί θα πατηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω πατήσει
θα έχω πατημένο
θα έχουμε πατήσει
θα έχουμε πατημένο
θα έχω πατηθεί
θα είμαι πατημένος, -η
θα έχουμε πατηθεί
θα είμαστε πατημένοι, -ες
θα έχεις πατήσει
θα έχεις πατημένο
θα έχετε πατήσει
θα έχετε πατημένο
θα έχεις πατηθεί
θα είσαι πατημένος, -η
θα έχετε πατηθεί
θα είστε πατημένοι, -ες
θα έχει πατήσει
θα έχει πατημένο
θα έχουν πατήσει
θα έχουν πατημένο
θα έχει πατηθεί
θα είναι πατημένος, -η, -ο
θα έχουν πατηθεί
θα είναι πατημένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να πατάω, να πατώ να πατάμε, να πατούμε να πατιέμαι να πατιόμαστε
να πατάς να πατάτε να πατιέσαι να πατιέστε, να πατιόσαστε
να πατάει, να πατά να πατάν(ε), να πατούν(ε) να πατιέται να πατιούνται, να πατιόνται
Aorist να πατήσω να πατήσουμε, να πατήσομε να πατηθώ να πατηθούμε
να πατήσεις να πατήσετε να πατηθείς να πατηθείτε
να πατήσει να πατήσουν(ε) να πατηθεί να πατηθούν(ε)
Perf να έχω πατήσει
να έχω πατημένο
να έχουμε πατήσει
να έχουμε πατημένο
να έχω πατηθεί
να είμαι πατημένος, -η
να έχουμε πατηθεί
να είμαστε πατημένοι, -ες
να έχεις πατήσει
να έχεις πατημένο
να έχετε πατήσει
να έχετε πατημένο
να έχεις πατηθεί
να είσαι πατημένος, -η
να έχετε πατηθεί
να είστε πατημένοι, -η
να έχει πατήσει
να έχει πατημένο
να έχουν πατήσει
να έχουν πατημένο
να έχει πατηθεί
να είναι πατημένος, -η, -ο
να έχουν πατηθεί
να είναι πατημένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres πάτα, πάταγε πατάτε πατιέστε
Aorist πάτησε, πάτα πατήστε πατήσου πατηθείτε
Part
iciple
Pres πατώντας
Perf έχοντας πατήσει, έχοντας πατημένο πατημένος, -η, -ο πατημένοι, -ες, -α
Infin Aorist πατήσει πατηθεί