ΠΑΡΚΑΡΩ
I park
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
παρκάρω παρκάρουμε, παρκάρομε
παρκάρεις παρκάρετε
παρκάρει παρκάρουν(ε)
Imper
fect
πάρκαρα, παρκάριζα παρκάραμε
πάρκαρες, παρκάριζες παρκάρατε
πάρκαρε, παρκάριζε πάρκαραν, παρκάραν(ε), παρκάριζαν
Aorist πάρκαρα, παρκάρισα παρκάραμε
πάρκαρες, παρκάρισες παρκάρατε
πάρκαρε, παρκάρισε πάρκαραν, παρκάραν(ε), παρκάρισαν
Per
fect
έχω παρκάρει έχουμε παρκάρει
έχεις παρκάρει έχετε παρκάρει
έχει παρκάρει έχουν παρκάρει
Plu
per
fect
είχα παρκάρει είχαμε παρκάρει
είχες παρκάρει είχατε παρκάρει
είχε παρκάρει είχαν παρκάρει
Fut
ure
Cont
inuous
θα παρκάρω θα παρκάρουμε, θα παρκάρομε
θα παρκάρεις θα παρκάρετε
θα παρκάρει θα παρκάρουν(ε)
Simp
Fut
θα παρκάρω θα παρκάρουμε, θα παρκάρομε
θα παρκάρεις θα παρκάρετε
θα παρκάρει θα παρκάρουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω παρκάρει θα έχουμε παρκάρει
θα έχεις παρκάρει θα έχετε παρκάρει
θα έχει παρκάρει θα έχουν παρκάρει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να παρκάρω να παρκάρουμε, να παρκάρομε
να παρκάρεις να παρκάρετε
να παρκάρει να παρκάρουν(ε)
Aorist να παρκάρω να παρκάρουμε, να παρκάρομε
να παρκάρεις να παρκάρετε
να παρκάρει να παρκάρουν(ε)
Perf να έχω παρκάρει να έχουμε παρκάρει
να έχεις παρκάρει να έχετε παρκάρει
να έχει παρκάρει να έχουν παρκάρει
Imper
ative
Pres παρκάρε, παρκάριζε παρκάρετε
Aorist παρκάρε, παρκάρισε παρκάρετε
Part
iciple
Pres παρκάροντας
Perf έχοντας παρκάρει
Infin Aorist παρκάρει