…ΚΟΛΟΥΘΩ I follow |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
παρακολουθάω, παρακολουθώ | παρακολουθάμε, παρακολουθούμε | παρακολουθιέμαι | παρακολουθιόμαστε |
παρακολουθάς | παρακολουθάτε | παρακολουθιέσαι | παρακολουθιέστε, παρακολουθιόσαστε | ||
παρακολουθάει, παρακολουθά | παρακολουθάν(ε), παρακολουθούν(ε) | παρακολουθιέται | παρακολουθιούνται, παρακολουθιόνται | ||
Imper fect |
παρακολουθούσα, παρακολούθαγα | παρακολουθούσαμε, παρακολουθάγαμε | παρακολουθιόμουν(α) | παρακολουθιόμαστε, παρακολουθιόμασταν | |
παρακολουθούσες, παρακολούθαγες | παρακολουθούσατε, παρακολουθάγατε | παρακολουθιόσουν(α) | παρακολουθιόσαστε, παρακολουθιόσασταν | ||
παρακολουθούσε, παρακολούθαγε | παρακολουθούσαν(ε), παρακολούθαγαν, παρακολουθάγανε | παρακολουθιόταν(ε) | παρακολουθιόνταν(ε), παρακολουθιούνταν, παρακολουθιόντουσαν | ||
Aorist | παρακολούθησα | παρακολουθήσαμε | παρακολουθήθηκα | παρακολουθηθήκαμε | |
παρακολούθησες | παρακολουθήσατε | παρακολουθήθηκες | παρακολουθηθήκατε | ||
παρακολούθησε | παρακολούθησαν, παρακολουθήσαν(ε) | παρακολουθήθηκε | παρακολουθήθηκαν, παρακολουθηθήκαν(ε) | ||
Perf ect |
έχω παρακολουθήσει | έχουμε παρακολουθήσει | έχω παρακολουθηθεί | έχουμε παρακολουθηθεί | |
έχεις παρακολουθήσει | έχετε παρακολουθήσει | έχεις παρακολουθηθεί | έχετε παρακολουθηθεί | ||
έχει παρακολουθήσει | έχουν παρακολουθήσει | έχει παρακολουθηθεί | έχουν παρακολουθηθεί | ||
Plu perf ect |
είχα παρακολουθήσει | είχαμε παρακολουθήσει | είχα παρακολουθηθεί | είχαμε παρακολουθηθεί | |
είχες παρακολουθήσει | είχατε παρακολουθήσει | είχες παρακολουθηθεί | είχατε παρακολουθηθεί | ||
είχε παρακολουθήσει | είχαν παρακολουθήσει | είχε παρακολουθηθεί | είχαν παρακολουθηθεί | ||
Fut ure Cont inuous |
θα παρακολουθάω, θα παρακολουθώ | θα παρακολουθάμε, θα παρακολουθούμε | θα παρακολουθιέμαι | θα παρακολουθιόμαστε | |
θα παρακολουθάς | θα παρακολουθάτε | θα παρακολουθιέσαι | θα παρακολουθιέστε, θα παρακολουθιόσαστε | ||
θα παρακολουθάει, θα παρακολουθά | θα παρακολουθάν(ε), θα παρακολουθούν(ε) | θα παρακολουθιέται | θα παρακολουθιούνται, θα παρακολουθιόνται | ||
Simp Fut |
θα παρακολουθήσω | θα παρακολουθήσουμε, θα παρακολουθήσομε | θα παρακολουθηθώ | θα παρακολουθηθούμε | |
θα παρακολουθήσεις | θα παρακολουθήσετε | θα παρακολουθηθείς | θα παρακολουθηθείτε | ||
θα παρακολουθήσει | θα παρακολουθήσουν(ε) | θα παρακολουθηθεί | θα παρακολουθηθούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω παρακολουθήσει | θα έχουμε παρακολουθήσει | θα έχω παρακολουθηθεί | θα έχουμε παρακολουθηθεί | |
θα έχεις παρακολουθήσει | θα έχετε παρακολουθήσει | θα έχεις παρακολουθηθεί | θα έχετε παρακολουθηθεί | ||
θα έχει παρακολουθήσει | θα έχουν παρακολουθήσει | θα έχει παρακολουθηθεί | θα έχουν παρακολουθηθεί | ||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να παρακολουθάω, να παρακολουθώ | να παρακολουθάμε, να παρακολουθούμε | να παρακολουθιέμαι | να παρακολουθιόμαστε |
να παρακολουθάς | να παρακολουθάτε | να παρακολουθιέσαι | να παρακολουθιέστε, να παρακολουθιόσαστε | ||
να παρακολουθάει, να παρακολουθά | να παρακολουθάν(ε), να παρακολουθούν(ε) | να παρακολουθιέται | να παρακολουθιούνται, να παρακολουθιόνται | ||
Aorist | να παρακολουθήσω | να παρακολουθήσουμε, να παρακολουθήσομε | να παρακολουθηθώ | να παρακολουθηθούμε | |
να παρακολουθήσεις | να παρακολουθήσετε | να παρακολουθηθείς | να παρακολουθηθείτε | ||
να παρακολουθήσει | να παρακολουθήσουν(ε) | να παρακολουθηθεί | να παρακολουθηθούν(ε) | ||
Perf | να έχω παρακολουθήσει | να έχουμε παρακολουθήσει | να έχω παρακολουθηθεί | να έχουμε παρακολουθηθεί | |
να έχεις παρακολουθήσει | να έχετε παρακολουθήσει | να έχεις παρακολουθηθεί | να έχετε παρακολουθηθεί | ||
να έχει παρακολουθήσει | να έχουν παρακολουθήσει | να έχει παρακολουθηθεί | να έχουν παρακολουθηθεί | ||
Imper ative |
Pres | ακόλουθα, παρακολούθαγε | παρακολουθάτε | παρακολουθιέστε | |
Aorist | παρακολούθησε, παρακολούθα | παρακολουθήστε | παρακολουθήσου | παρακολουθηθείτε | |
Part iciple |
Pres | παρακολουθώντας | |||
Perf | έχοντας παρακολουθήσει | ||||
Infin | Aorist | παρακολουθήσει | παρακολουθηθεί |