ΠΑΡΑΔΕΧΟΜΑΙ
I acknowledge
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
παραδέχομαι παραδεχόμαστε
παραδέχεσαι παραδέχεστε, παραδεχόσαστε
παραδέχεται παραδέχονται
Imper
fect
παραδεχόμουν(α) παραδεχόμαστε, παραδεχόμασταν
παραδεχόσουν(α) παραδεχόσαστε, παραδεχόσασταν
παραδεχόταν(ε) παραδέχονταν, παραδεχόντανε, παραδεχόντουσαν
Aorist παραδέχθηκα, παραδέχτηκα παραδεχθήκαμε, παραδεχτήκαμε
παραδέχθηκες, παραδέχτηκες παραδεχθήκατε, παραδεχτήκατε
παραδέχθηκε, παραδέχτηκε παραδέχθηκαν/παραδέχτηκαν, παραδεχθήκαν(ε)/παραδεχτήκαν(ε)
Per
fect
έχω παραδεχθεί
έχω παραδεχτεί
έχουμε παραδεχθεί
έχουμε παραδεχτεί
έχεις παραδεχθεί
έχεις παραδεχτεί
έχετε παραδεχθεί
έχετε παραδεχτεί
έχει παραδεχθεί
έχει παραδεχτεί
έχουν παραδεχθεί
έχουν παραδεχτεί
Plu
per
fect
είχα παραδεχθεί
είχα παραδεχτεί
είχαμε παραδεχθεί
είχαμε παραδεχτεί
είχες παραδεχθεί
είχες παραδεχτεί
είχατε παραδεχθεί
είχατε παραδεχτεί
είχε παραδεχθεί
είχε παραδεχτεί
είχαν παραδεχθεί
είχαν παραδεχτεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα παραδέχομαι θα παραδεχόμαστε
θα παραδέχεσαι θα παραδέχεστε, θα παραδεχόσαστε
θα παραδέχεται θα παραδέχονται
Simp
Fut
θα παραδεχθώ, θα παραδεχτώ θα παραδεχθούμε, θα παραδεχτούμε
θα παραδεχθείς, θα παραδεχτείς θα παραδεχθείτε, θα παραδεχτείτε
θα παραδεχθεί, θα παραδεχτεί θα παραδεχθούν(ε), θα παραδεχτούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω παραδεχθεί
θα έχω παραδεχτεί
θα έχουμε παραδεχθεί
θα έχουμε παραδεχτεί
θα έχεις παραδεχθεί
θα έχεις παραδεχτεί
θα έχετε παραδεχθεί
θα έχετε παραδεχτεί
θα έχει παραδεχθεί
θα έχει παραδεχτεί
θα έχουν παραδεχθεί
θα έχουν παραδεχτεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να παραδέχομαι να παραδεχόμαστε
να παραδέχεσαι να παραδέχεστε, να παραδεχόσαστε
να παραδέχεται να παραδέχονται
Aorist να παραδεχθώ, να παραδεχτώ να παραδεχθούμε, να παραδεχτούμε
να παραδεχθείς, να παραδεχτείς να παραδεχθείτε, να παραδεχτείτε
να παραδεχθεί, να παραδεχτεί να παραδεχθούν(ε), να παραδεχτούν(ε)
Perf να έχω παραδεχθεί
να έχω παραδεχτεί
να έχουμε παραδεχθεί
να έχουμε παραδεχτεί
να έχεις παραδεχθεί
να έχεις παραδεχτεί
να έχετε παραδεχθεί
να έχετε παραδεχτεί
να έχει παραδεχθεί
να έχει παραδεχτεί
να έχουν παραδεχθεί
να έχουν παραδεχτεί
Imper
ative
Pres παραδέχεστε
Aorist δέξου παραδεχθείτε, παραδεχτείτε
Part
iciple
Pres παραδεδεχόμενος
Perf παραδεδεγμένος, -η, -ο παραδεδεγμένοι, -ες, -α
Infin Aorist παραδεχθεί, παραδεχτεί