ΟΧΥΡΩΝΩ
I fortify
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
οχυρώνω οχυρώνουμε, οχυρώνομε οχυρώνομαι οχυρωνόμαστε
οχυρώνεις οχυρώνετε οχυρώνεσαι οχυρώνεστε, οχυρωνόσαστε
οχυρώνει οχυρώνουν(ε) οχυρώνεται οχυρώνονται
Imper
fect
οχύρωνα οχυρώναμε οχυρωνόμουν(α) οχυρωνόμαστε, οχυρωνόμασταν
οχύρωνες οχυρώνατε οχυρωνόσουν(α) οχυρωνόσαστε, οχυρωνόσασταν
οχύρωνε οχύρωναν, οχυρώναν(ε) οχυρωνόταν(ε) οχυρώνονταν, οχυρωνόντανε, οχυρωνόντουσαν
Aorist οχύρωσα οχυρώσαμε οχυρώθηκα οχυρωθήκαμε
οχύρωσες οχυρώσατε οχυρώθηκες οχυρωθήκατε
οχύρωσε οχύρωσαν, οχυρώσαν(ε) οχυρώθηκε οχυρώθηκαν, οχυρωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω οχυρώσει
έχω οχυρωμένο
έχουμε οχυρώσει
έχουμε οχυρωμένο
έχω οχυρωθεί
είμαι οχυρωμένος, -η
έχουμε οχυρωθεί
είμαστε οχυρωμένοι, -ες
έχεις οχυρώσει
έχεις οχυρωμένο
έχετε οχυρώσει
έχετε οχυρωμένο
έχεις οχυρωθεί
είσαι οχυρωμένος, -η
έχετε οχυρωθεί
είστε οχυρωμένοι, -ες
έχει οχυρώσει
έχει οχυρωμένο
έχουν οχυρώσει
έχουν οχυρωμένο
έχει οχυρωθεί
είναι οχυρωμένος, -η, -ο
έχουν οχυρωθεί
είναι οχυρωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα οχυρώσει
είχα οχυρωμένο
είχαμε οχυρώσει
είχαμε οχυρωμένο
είχα οχυρωθεί
ήμουν οχυρωμένος, -η
είχαμε οχυρωθεί
ήμαστε οχυρωμένοι, -ες
είχες οχυρώσει
είχες οχυρωμένο
είχατε οχυρώσει
είχατε οχυρωμένο
είχες οχυρωθεί
ήσουν οχυρωμένος, -η
είχατε οχυρωθεί
ήσαστε οχυρωμένοι, -ες
είχε οχυρώσει
είχε οχυρωμένο
είχαν οχυρώσει
είχαν οχυρωμένο
είχε οχυρωθεί
ήταν οχυρωμένος, -η, -ο
είχαν οχυρωθεί
ήταν οχυρωμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα οχυρώνω θα οχυρώνουμε, θα οχυρώνομε θα οχυρώνομαι θα οχυρωνόμαστε
θα οχυρώνεις θα οχυρώνετε θα οχυρώνεσαι θα οχυρώνεστε, θα οχυρωνόσαστε
θα οχυρώνει θα οχυρώνουν(ε) θα οχυρώνεται θα οχυρώνονται
Simp
Fut
θα οχυρώσω θα οχυρώσουμε, θα οχυρώσομε θα οχυρωθώ θα οχυρωθούμε
θα οχυρώσεις θα οχυρώσετε θα οχυρωθείς θα οχυρωθείτε
θα οχυρώσει θα οχυρώσουν θα οχυρωθεί θα οχυρωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω οχυρώσει
θα έχω οχυρωμένο
θα έχουμε οχυρώσει
θα έχουμε οχυρωμένο
θα έχω οχυρωθεί
θα είμαι οχυρωμένος, -η
θα έχουμε οχυρωθεί
θα είμαστε οχυρωμένοι, -ες
θα έχεις οχυρώσει
θα έχεις οχυρωμένο
θα έχετε οχυρώσει
θα έχετε οχυρωμένο
θα έχεις οχυρωθεί
θα είσαι οχυρωμένος, -η
θα έχετε οχυρωθεί
θα είστε οχυρωμένοι, -ες
θα έχει οχυρώσει
θα έχει οχυρωμένο
θα έχουν οχυρώσει
θα έχουν οχυρωμένο
θα έχει οχυρωθεί
θα είναι οχυρωμένος, -η, -ο
θα έχουν οχυρωθεί
θα είναι οχυρωμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να οχυρώνω να οχυρώνουμε, να οχυρώνομε να οχυρώνομαι να οχυρωνόμαστε
να οχυρώνεις να οχυρώνετε να οχυρώνεσαι να οχυρώνεστε, να οχυρωνόσαστε
να οχυρώνει να οχυρώνουν(ε) να οχυρώνεται να οχυρώνονται
Aorist να οχυρώσω να οχυρώσουμε, να οχυρώσομε να οχυρωθώ να οχυρωθούμε
να οχυρώσεις να οχυρώσετε να οχυρωθείς να οχυρωθείτε
να οχυρώσει να οχυρώσουν(ε) να οχυρωθεί να οχυρωθούν(ε)
Perf να έχω οχυρώσει
να έχω οχυρωμένο
να έχουμε οχυρώσει
να έχουμε οχυρωμένο
να έχω οχυρωθεί
να είμαι οχυρωμένος, -η
να έχουμε οχυρωθεί
να είμαστε οχυρωμένοι, -ες
να έχεις οχυρώσει
να έχεις οχυρωμένο
να έχετε οχυρώσει
να έχετε οχυρωμένο
να έχεις οχυρωθεί
να είσαι οχυρωμένος, -η
να έχετε οχυρωθεί
να είστε οχυρωμένοι, -ες
να έχει οχυρώσει
να έχει οχυρωμένο
να έχουν οχυρώσει
να έχουν οχυρωμένο
να έχει οχυρωθεί
να είναι οχυρωμένος, -η, -ο
να έχουν οχυρωθεί
να είναι οχυρωμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres οχύρωνε οχυρώνετε οχυρώνεστε
Aorist οχύρωσε οχυρώστε, οχυρώσετε οχυρώσου οχυρωθείτε
Part
iciple
Pres οχυρώνοντας
Perf έχοντας οχυρώσει, έχοντας οχυρωμένο οχυρωμένος, -η, -ο οχυρωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist οχυρώσει οχυρωθεί