ΟΡΓΑΝΩΝΩ
I organize
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
οργανώνω οργανώνουμε, οργανώνομε οργανώνομαι οργανωνόμαστε
οργανώνεις οργανώνετε οργανώνεσαι οργανώνεστε, οργανωνόσαστε
οργανώνει οργανώνουν(ε) οργανώνεται οργανώνονται
Imper
fect
οργάνωνα οργανώναμε οργανωνόμουν(α) οργανωνόμαστε, οργανωνόμασταν
οργάνωνες οργανώνατε οργανωνόσουν(α) οργανωνόσαστε, οργανωνόσασταν
οργάνωνε οργάνωναν, οργανώναν(ε) οργανωνόταν(ε) οργανώνονταν, οργανωνόντανε, οργανωνόντουσαν
Aorist οργάνωσα οργανώσαμε οργανώθηκα οργανωθήκαμε
οργάνωσες οργανώσατε οργανώθηκες οργανωθήκατε
οργάνωσε οργάνωσαν, οργανώσαν(ε) οργανώθηκε οργανώθηκαν, οργανωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω οργανώσει
έχω οργανωμένο
έχουμε οργανώσει
έχουμε οργανωμένο
έχω οργανωθεί
είμαι οργανωμένος, -η
έχουμε οργανωθεί
είμαστε οργανωμένοι, -ες
έχεις οργανώσει
έχεις οργανωμένο
έχετε οργανώσει
έχετε οργανωμένο
έχεις οργανωθεί
είσαι οργανωμένος, -η
έχετε οργανωθεί
είστε οργανωμένοι, -ες
έχει οργανώσει
έχει οργανωμένο
έχουν οργανώσει
έχουν οργανωμένο
έχει οργανωθεί
είναι οργανωμένος, -η, -ο
έχουν οργανωθεί
είναι οργανωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα οργανώσει
είχα οργανωμένο
είχαμε οργανώσει
είχαμε οργανωμένο
είχα οργανωθεί
ήμουν οργανωμένος, -η
είχαμε οργανωθεί
ήμαστε οργανωμένοι, -ες
είχες οργανώσει
είχες οργανωμένο
είχατε οργανώσει
είχατε οργανωμένο
είχες οργανωθεί
ήσουν οργανωμένος, -η
είχατε οργανωθεί
ήσαστε οργανωμένοι, -ες
είχε οργανώσει
είχε οργανωμένο
είχαν οργανώσει
είχαν οργανωμένο
είχε οργανωθεί
ήταν οργανωμένος, -η, -ο
είχαν οργανωθεί
ήταν οργανωμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα οργανώνω θα οργανώνουμε, θα οργανώνομε θα οργανώνομαι θα οργανωνόμαστε
θα οργανώνεις θα οργανώνετε θα οργανώνεσαι θα οργανώνεστε, θα οργανωνόσαστε
θα οργανώνει θα οργανώνουν(ε) θα οργανώνεται θα οργανώνονται
Simp
Fut
θα οργανώσω θα οργανώσουμε, θα οργανώσομε θα οργανωθώ θα οργανωθούμε
θα οργανώσεις θα οργανώσετε θα οργανωθείς θα οργανωθείτε
θα οργανώσει θα οργανώσουν θα οργανωθεί θα οργανωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω οργανώσει
θα έχω οργανωμένο
θα έχουμε οργανώσει
θα έχουμε οργανωμένο
θα έχω οργανωθεί
θα είμαι οργανωμένος, -η
θα έχουμε οργανωθεί
θα είμαστε οργανωμένοι, -ες
θα έχεις οργανώσει
θα έχεις οργανωμένο
θα έχετε οργανώσει
θα έχετε οργανωμένο
θα έχεις οργανωθεί
θα είσαι οργανωμένος, -η
θα έχετε οργανωθεί
θα είστε οργανωμένοι, -ες
θα έχει οργανώσει
θα έχει οργανωμένο
θα έχουν οργανώσει
θα έχουν οργανωμένο
θα έχει οργανωθεί
θα είναι οργανωμένος, -η, -ο
θα έχουν οργανωθεί
θα είναι οργανωμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να οργανώνω να οργανώνουμε, να οργανώνομε να οργανώνομαι να οργανωνόμαστε
να οργανώνεις να οργανώνετε να οργανώνεσαι να οργανώνεστε, να οργανωνόσαστε
να οργανώνει να οργανώνουν(ε) να οργανώνεται να οργανώνονται
Aorist να οργανώσω να οργανώσουμε, να οργανώσομε να οργανωθώ να οργανωθούμε
να οργανώσεις να οργανώσετε να οργανωθείς να οργανωθείτε
να οργανώσει να οργανώσουν(ε) να οργανωθεί να οργανωθούν(ε)
Perf να έχω οργανώσει
να έχω οργανωμένο
να έχουμε οργανώσει
να έχουμε οργανωμένο
να έχω οργανωθεί
να είμαι οργανωμένος, -η
να έχουμε οργανωθεί
να είμαστε οργανωμένοι, -ες
να έχεις οργανώσει
να έχεις οργανωμένο
να έχετε οργανώσει
να έχετε οργανωμένο
να έχεις οργανωθεί
να είσαι οργανωμένος, -η
να έχετε οργανωθεί
να είστε οργανωμένοι, -ες
να έχει οργανώσει
να έχει οργανωμένο
να έχουν οργανώσει
να έχουν οργανωμένο
να έχει οργανωθεί
να είναι οργανωμένος, -η, -ο
να έχουν οργανωθεί
να είναι οργανωμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres οργάνωνε οργανώνετε οργανώνεστε
Aorist οργάνωσε οργανώστε, οργανώσετε οργανώσου οργανωθείτε
Part
iciple
Pres οργανώνοντας
Perf έχοντας οργανώσει, έχοντας οργανωμένο οργανωμένος, -η, -ο οργανωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist οργανώσει οργανωθεί