ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ
I dream
Middle
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ονειρεύομαι ονειρευόμαστε
ονειρεύεσαι ονειρεύεστε, ονειρευόσαστε
ονειρεύεται ονειρεύονται
Imper
fect
ονειρευόμουν(α) ονειρευόμαστε, ονειρευόμασταν
ονειρευόσουν(α) ονειρευόσαστε, ονειρευόσασταν
ονειρευόταν(ε) ονειρεύονταν, ονειρευόντανε, ονειρευόντουσαν
Aorist ονειρεύτηκα ονειρευτήκαμε
ονειρεύτηκες ονειρευτήκατε
ονειρεύτηκε ονειρεύτηκαν, ονειρευτήκαν(ε)
Per
fect
έχω ονειρευτεί έχουμε ονειρευτεί
έχεις ονειρευτεί έχετε ονειρευτεί
έχει ονειρευτεί έχουν ονειρευτεί
Plu
per
fect
είχα ονειρευτεί είχαμε ονειρευτεί
είχες ονειρευτεί είχατε ονειρευτεί
είχε ονειρευτεί είχαν ονειρευτεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα ονειρεύομαι θα ονειρευόμαστε
θα ονειρεύεσαι θα ονειρεύεστε, θα ονειρευόσαστε
θα ονειρεύεται θα ονειρεύονται
Simp
Fut
θα ονειρευτώ θα ονειρευτούμε
θα ονειρευτείς θα ονειρευτείτε
θα ονειρευτεί θα ονειρευτούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ονειρευτεί θα έχουμε ονειρευτεί
θα έχεις ονειρευτεί θα έχετε ονειρευτεί
θα έχει ονειρευτεί θα έχουν ονειρευτεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ονειρεύομαι να ονειρευόμαστε
να ονειρεύεσαι να ονειρεύεστε, να ονειρευόσαστε
να ονειρεύεται να ονειρεύονται
Aorist να ονειρευτώ να ονειρευτούμε
να ονειρευτείς να ονειρευτείτε
να ονειρευτεί να ονειρευτούν(ε)
Perf να έχω ονειρευτεί να έχουμε ονειρευτεί
να έχεις ονειρευτεί να έχετε ονειρευτεί
να έχει ονειρευτεί να έχουν ονειρευτεί
Imper
ative
Pres ονειρεύεστε
Aorist ονειρέψου ονειρευτείτε
Part
iciple
Pres
Perf ονειρεμένος, -η, -ο ονειρεμένοι, -ες, -α
Infin Aorist ονειρευτεί