ΝΤΡΟΠΙΑΖΩ
I humiliate
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ντροπιάζω ντροπιάζουμε, ντροπιάζομε ντροπιάζομαι ντροπιαζόμαστε
ντροπιάζεις ντροπιάζετε ντροπιάζεσαι ντροπιάζεστε, ντροπιαζόσαστε
ντροπιάζει ντροπιάζουν(ε) ντροπιάζεται ντροπιάζονται
Imper
fect
ντρόπιαζα ντροπιάζαμε ντροπιαζόμουν(α) ντροπιαζόμαστε, ντροπιαζόμασταν
ντρόπιαζες ντροπιάζατε ντροπιαζόσουν(α) ντροπιαζόσαστε, ντροπιαζόσασταν
ντρόπιαζε ντρόπιαζαν, ντροπιάζαν(ε) ντροπιαζόταν(ε) ντροπιάζονταν, ντροπιαζόντανε, ντροπιαζόντουσαν
Aorist ντρόπιασα ντροπιάσαμε ντροπιάστηκα ντροπιαστήκαμε
ντρόπιασες ντροπιάσατε ντροπιάστηκες ντροπιαστήκατε
ντρόπιασε ντρόπιασαν, ντροπιάσαν(ε) ντροπιάστηκε ντροπιάστηκαν, ντροπιαστήκαν(ε)
Per
fect
έχω ντροπιάσει
έχω ντροπιασμένο
έχουμε ντροπιάσει
έχουμε ντροπιασμένο
έχω ντροπιαστεί
είμαι ντροπιασμένος, -η
έχουμε ντροπιαστεί
είμαστε ντροπιασμένοι, -ες
έχεις ντροπιάσει
έχεις ντροπιασμένο
έχετε ντροπιάσει
έχετε ντροπιασμένο
έχεις ντροπιαστεί
είσαι ντροπιασμένος, -η
έχετε ντροπιαστεί
είστε ντροπιασμένοι, -ες
έχει ντροπιάσει
έχει ντροπιασμένο
έχουν ντροπιάσει
έχουν ντροπιασμένο
έχει ντροπιαστεί
είναι ντροπιασμένος, -η, -ο
έχουν ντροπιαστεί
είναι ντροπιασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα ντροπιάσει
είχα ντροπιασμένο
είχαμε ντροπιάσει
είχαμε ντροπισμένο
είχα ντροπιαστεί
ήμουν ντροπιασμένος, -η
είχαμε ντροπιαστεί
ήμαστε ντροπιασμένοι, -ες
είχες ντροπιάσει
είχες ντροπιασμένο
είχατε ντροπιάσει
είχατε ντροπιασμένο
είχες ντροπιαστεί
ήσουν ντροπιασμένος, -η
είχατε ντροπιαστεί
ήσαστε ντροπιασμένοι, -ες
είχε ντροπιάσει
είχε ντροπιασμένο
είχαν ντροπιάσει
είχαν ντροπιασμένο
είχε ντροπιαστεί
ήταν ντροπιασμένος, -η, -ο
είχαν ντροπιαστεί
ήταν ντροπιασμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα ντροπιάζω θα ντροπιάζουμε, θα ντροπιάζομε θα ντροπιάζομαι θα ντροπιαζόμαστε
θα ντροπιάζεις θα ντροπιάζετε θα ντροπιάζεσαι θα ντροπιάζεστε, θα ντροπιαζόσαστε
θα ντροπιάζει θα ντροπιάζουν(ε) θα ντροπιάζεται θα ντροπιάζονται
Simp
Fut
θα ντροπιάσω θα ντροπιάσουμε, θα ντροπιάζομε θα ντροπιαστώ θα ντροπιαστούμε
θα ντροπιάσεις θα ντροπιάσετε θα ντροπιαστείς θα ντροπιαστείτε
θα ντροπιάσει θα ντροπιάσουν(ε) θα ντροπιαστεί θα ντροπιαστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ντροπιάσει
θα έχω ντροπιασμένο
θα έχουμε ντροπιάσει
θα έχουμε ντροπιασμένο
θα έχω ντροπιαστεί
θα είμαι ντροπιασμένος, -η
θα έχουμε ντροπιαστεί
θα είμαστε ντροπιασμένοι, -ες
θα έχεις ντροπιάσει
θα έχεις ντροπιασμένο
θα έχετε ντροπιάσει
θα έχετε ντροπιασμένο
θα έχεις ντροπιαστεί
θα είσαι ντροπιασμένος, -η
θα έχετε ντροπιαστεί
θα είστε ντροπιασμένοι, -ες
θα έχει ντροπιάσει
θα έχει ντροπιασμένο
θα έχουν ντροπιάσει
θα έχουν ντροπιασμένο
θα έχει ντροπιαστεί
θα είναι ντροπιασμένος, -η, -ο
θα έχουν ντροπιαστεί
θα είναι ντροπιασμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ντροπιάζω να ντροπιάζουμε, να ντροπιάζομε να ντροπιάζομαι να ντροπιαζόμαστε
να ντροπιάζεις να ντροπιάζετε να ντροπιάζεσαι να ντροπιάζεστε, να ντροπιαζόσαστε
να ντροπιάζει να ντροπιάζουν(ε) να ντροπιάζεται να ντροπιάζονται
Aorist να ντροπιάσω να ντροπιάσουμε, να ντροπιάσομε να ντροπιαστώ να ντροπιαστούμε
να ντροπιάσεις να ντροπιάσετε να ντροπιαστείς να ντροπιαστείτε
να ντροπιάσει να ντροπιάσουν(ε) να ντροπιαστεί να ντροπιαστούν(ε)
Perf να έχω ντροπιάσει
να έχω ντροπιασμένο
να έχουμε ντροπιάσει
να έχουμε ντροπιασμένο
να έχω ντροπιαστεί
να είμαι ντροπιασμένος, -η
να έχουμε ντροπιαστεί
να είμαστε ντροπιασμένοι, -ες
να έχεις ντροπιάσει
να έχεις ντροπιασμένο
να έχετε ντροπιάσει
να έχετε ντροπιασμένο
να έχεις ντροπιαστεί
να είσαι ντροπιασμένος, -η
να έχετε ντροπιαστεί
να είστε ντροπιασμένοι, -ες
να έχει ντροπιάσει
να έχει ντροπιασμένο
να έχουν ντροπιάσει
να έχουν ντροπιασμένο
να έχει ντροπιαστεί
να είναι ντροπιασμένος, -η, -ο
να έχουν ντροπιαστεί
να είναι ντροπιασμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres ντρόπιαζε ντροπιάζετε ντροπιάζεστε
Aorist ντρόπιασε ντροπιάστε ντροπιάσου ντροπιαστείτε
Part
iciple
Pres ντροπιάζοντας ντροπιαζόμενος
Perf έχοντας ντροπιάσει, έχοντας ντροπιασμένο ντροπιασμένος, -η, -ο ντροπιασμένοι, -ες, -α
Infin Aorist ντροπιάσει ντροπιαστεί