ΜΙΣΩ
I hate
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
μισώ μισούμε μισιέμαι μισιόμαστε
μισείς μισείτε μισιέσαι μισιέστε, μισιόσαστε
μισεί μισούν(ε) μισιέται μισιούνται, μισιόνται
Imper
fect
μισούσα μισούσαμε μισιόμουν(α) μισιόμαστε, μισιόμασταν
μισούσες μισούσατε μισιόσουν(α) μισιόσαστε, μισιόσασταν
μισούσε μισούσαν(ε) μισιόταν(ε) μισιόνταν(ε), μισιούνταν, μισιόντουσαν
Aorist μίσησα μισήσαμε μισήθηκα μισηθήκαμε
μίσησες μισήσατε μισήθηκες μισηθήκατε
μίσησε μίσησαν, μισήσαν(ε) μισήθηκε μισήθηκαν, μισηθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω μισήσει
έχω μισημένο
έχουμε μισήσει
έχουμε μισημένο
έχω μισηθεί
είμαι μισημένος, -η
έχουμε μισηθεί
είμαστε μισημένοι, -ες
έχεις μισήσει
έχεις μισημένο
έχετε μισήσει
έχετε μισημένο
έχεις μισηθεί
είσαι μισημένος, -η
έχετε μισηθεί
είστε μισημένοι, -ες
έχει μισήσει
έχει μισημένο
έχουν μισήσει
έχουν μισημένο
έχει μισηθεί
είναι μισημένος, -η, -ο
έχουν μισηθεί
είναι μισημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ect
είχα μισήσει
είχα μισημένο
είχαμε μισήσει
είχαμε μισημένο
είχα μισηθεί
ήμουν μισημένος, -η
είχαμε μισηθεί
ήμαστε μισημένοι, -ες
είχες μισήσει
είχες μισημένο
είχατε μισήσει
είχατε μισημένο
είχες μισηθεί
ήσουν μισημένος, -η
είχατε μισηθεί
ήσαστε μισημένοι, -ες
είχε μισήσει
είχε μισημένο
είχαν μισήσει
είχαν μισημένο
είχε μισηθεί
ήταν μισημένος, -η, -ο
είχαν μισηθεί
ήταν μισημένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα μισώ θα μισούμε θα μισιέμαι θα μισιόμαστε
θα μισείς θα μισείτε θα μισιέσαι θα μισιέστε, θα μισιόσαστε
θα μισεί θα μισούν(ε) θα μισιέται θα μισιούνται, θα μισιόνται
Simp
Fut
θα μισήσω θα μισήσουμε θα μισηθώ θα μισηθούμε
θα μισήσεις θα μισήσετε θα μισηθείς θα μισηθείτε
θα μισήσει θα μισήσουν(ε) θα μισηθεί θα μισηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω μισήσει
θα έχω μισημένο
θα έχουμε μισήσει
θα έχουμε μισημένο
θα έχω μισηθεί
θα είμαι μισημένος, -η
θα έχουμε μισηθεί
θα είμαστε μισημένοι, -ες
θα έχεις μισήσει
θα έχεις μισημένο
θα έχετε μισήσει
θα έχετε μισημένο
θα έχεις μισηθεί
θα είσαι μισημένος, -η
θα έχετε μισηθεί
θα είστε μισημένοι, -η
θα έχει μισήσει
θα έχει μισημένο
θα έχουν μισήσει
θα έχουν μισημένο
θα έχει μισηθεί
θα είναι μισημένος, -η, -ο
θα έχουν μισηθεί
θα είναι μισημένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να μισώ να μισούμε να μισιέμαι να μισιόμαστε
να μισείς να μισείτε να μισιέσαι να μισιέστε, να μισιόσαστε
να μισεί να μισούν(ε) να μισιέται να μισιούνται, να μισιόνται
Aorist να μισήσω να μισήσουμε, να μισήσομε να μισηθώ να μισηθούμε
να μισήσεις να μισήσετε να μισηθείς να μισηθείτε
να μισήσει να μισήσουν(ε) να μισηθεί να μισηθούν(ε)
Perf να έχω μισήσει
να έχω μισημένο
να έχουμε μισήσει
να έχουμε μισημένο
να έχω μισηθεί
να είμαι μισημένος, -η
να έχουμε μισηθεί
να είμαστε μισημένοι, -ες
να έχεις μισήσει
να έχεις μισημένο
να έχετε μισήσει
να έχετε μισημένο
να έχεις μισηθεί
να είσαι μισημένος, -η
να έχετε μισηθεί
να είστε μισημένοι, -ες
να έχει μισήσει
να έχει μισημένο
να έχουν μισήσει
να έχουν μισημένο
να έχει μισηθεί
να είναι μισημένος, -η, -ο
να έχουν μισηθεί
να είναι μισημένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres μισείτε μισιέστε
Aorist μίσησε μισήστε, μισήσετε μισήσου μισηθείτε
Part
iciple
Pres μισώντας
Perf έχοντας μισήσει, έχοντας μισημένο μισημένος, -η, -ο μισημένοι, -ες, -α
Infin Aorist μισήσει μισηθεί