ΜΙΛΩ
I speak
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
μιλάω, μιλώ μιλάμε, μιλούμε μιλιέμαι μιλιόμαστε
μιλάς μιλάτε μιλιέσαι μιλιέστε, μιλιόσαστε
μιλάει, μιλά μιλάν(ε), μιλούν(ε) μιλιέται μιλιούνται, μιλιόνται
Imper
fect
μιλούσα, μίλαγα μιλούσαμε, μιλάγαμε μιλιόμουν(α) μιλιόμαστε, μιλιόμασταν
μιλούσες, μίλαγες μιλούσατε, μιλάγατε μιλιόσουν(α) μιλιόσαστε, μιλιόσασταν
μιλούσε, μίλαγε μιλούσαν(ε), μίλαγαν, μιλάγανε μιλιόταν(ε) μιλιόνταν(ε), μιλιούνταν, μιλιόντουσαν
Aorist μίλησα μιλήσαμε μιλήθηκα μιληθήκαμε
μίλησες μιλήσατε μιλήθηκες μιληθήκατε
μίλησε μίλησαν, μιλήσαν(ε) μιλήθηκε μιλήθηκαν, μιληθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω μιλήσει
έχω μιλημένο
έχουμε μιλήσει
έχουμε μιλημένο
έχω μιληθεί
είμαι μιλημένος, -η
έχουμε μιληθεί
είμαστε μιλημένοι, -ες
έχεις μιλήσει
έχεις μιλημένο
έχετε μιλήσει
έχετε μιλημένο
έχεις μιληθεί
είσαι μιλημένος, -η
έχετε μιληθεί
είστε μιλημένοι, -ες
έχει μιλήσει
έχει μιλημένο
έχουν μιλήσει
έχουν μιλημένο
έχει μιληθεί
είναι μιλημένος, -η, -ο
έχουν μιληθεί
είναι μιλημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ect
είχα μιλήσει
είχα μιλημένο
είχαμε μιλήσει
είχαμε μιλημένο
είχα μιληθεί
ήμουν μιλημένος, -η
είχαμε μιληθεί
ήμαστε μιλημένοι, -ες
είχες μιλήσει
είχες μιλημένο
είχατε μιλήσει
είχατε μιλημένο
είχες μιληθεί
ήσουν μιλημένος, -η
είχατε μιληθεί
ήσαστε μιλημένοι, -ες
είχε μιλήσει
είχε μιλημένο
είχαν μιλήσει
είχαν μιλημένο
είχε μιληθεί
ήταν μιλημένος, -η, -ο
είχαν μιληθεί
ήταν μιλημένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα μιλάω
θα μιλώ
θα μιλάμε
θα μιλούμε
θα μιλιέμαι θα μιλιόμαστε
θα μιλάς θα μιλάτε θα μιλιέσαι θα μιλιέστε
θα μιλιόσαστε
θα μιλάει
θα μιλά
θα μιλάν(ε)
θα μιλούν(ε)
θα μιλιέται θα μιλιούνται
θα μιλιόνται
Simp
Fut
θα μιλήσω θα μιλήσουμε
θα μιλήσομε (rare)
θα μιληθώ θα μιληθούμε
θα μιλήσεις θα μιλήσετε θα μιληθείς θα μιληθείτε
θα μιλήσει θα μιλήσουν(ε) θα μιληθεί θα μιληθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω μιλήσει
θα έχω μιλημένο
θα έχουμε μιλήσει
θα έχουμε μιλημένο
θα έχω μιληθεί
θα είμαι μιλημένος, -η
θα έχουμε μιληθεί
θα είμαστε μιλημένοι, -ες
θα έχεις μιλήσει
θα έχεις μιλημένο
θα έχετε μιλήσει
θα έχετε μιλημένο
θα έχεις μιληθεί
θα είσαι μιλημένος, -η
θα έχετε μιληθεί
θα είστε μιλημένοι, -ες
θα έχει μιλήσει
θα έχει μιλημένο
θα έχουν μιλήσει
θα έχουν μιλημένο
θα έχει μιληθεί
θα είναι μιλημένος, -η, -ο
θα έχουν μιληθεί
θα είναι μιλημένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να μιλάω
να μιλώ
να μιλάμε
να μιλούμε
να μιλιέμαι να μιλιόμαστε
να μιλάς να μιλάτε να μιλιέσαι να μιλιέστε
να μιλάει
να μιλά
να μιλάν(ε)
να μιλούν(ε)
να μιλιέται να μιλιούνται
να μιλιόνται
Aorist να μιλήσω να μιλήσουμε
να μιλήσομε (rare)
να μιληθώ να μιληθούμε
να μιλήσεις να μιλήσετε να μιληθείς να μιληθείτε
να μιλήσει να μιλήσουν(ε) να μιληθεί να μιληθούν(ε)
Perf να έχω μιλήσει
να έχω μιλημένο
να έχουμε μιλήσει
να έχουμε μιλημένο
να έχω μιληθεί
να είμαι μιλημένος, -η
να έχουμε μιληθεί
να είμαστε μιλημένοι, -ες
να έχεις μιλήσει
να έχεις μιλημένο
να έχετε μιλήσει
να έχετε μιλημένο
να έχεις μιληθεί
να είσαι μιλημένος, -η
να έχετε μιληθεί
να είστε μιλημένοι, -η
να έχει μιλήσει
να έχει μιλημένο
να έχουν μιλήσει
να έχουν μιλημένο
να έχει μιληθεί
να είναι μιλημένος, -η, -ο
να έχουν μιληθεί
να είναι μιλημένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres μίλα, μίλαγε μιλάτε μιλιέστε
Aorist μίλησε, μίλα μιλήστε μιλήσου μιληθείτε
Part
iciple
Pres μιλώντας
Perf έχοντας μιλήσει
έχοντας μιλημένο
μιλημένος, -η, -ο μιλημένοι, -ες, -α
Infin Aorist μιλήσει μιληθεί