ΜΕΤΡΩ I measure |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
μετράω, μετρώ |
μετράμε, μετρούμε |
μετριέμαι |
μετριόμαστε |
μετράς |
μετράτε |
μετριέσαι |
μετριέστε, μετριόσαστε |
μετράει, μετρά |
μετράν(ε), μετρούν(ε) |
μετριέται |
μετριούνται, μετριόνται |
Imper fect |
μετρούσα, μέτραγα |
μετρούσαμε, μετράγαμε |
μετριόμουν(α) |
μετριόμαστε, μετριόμασταν |
μετρούσες, μέτραγες |
μετρούσατε, μετράγατε |
μετριόσουν(α) |
μετριόσαστε, μετριόσασταν |
μετρούσε, μέτραγε |
μετρούσαν(ε), μέτραγαν, μετράγανε |
μετριόταν(ε) |
μετριόνταν(ε), μετριούνταν, μετριόντουσαν |
Aorist |
μέτρησα |
μετρήσαμε |
μετρήθηκα |
μετρηθήκαμε |
μέτρησες |
μετρήσατε |
μετρήθηκες |
μετρηθήκατε |
μέτρησε |
μέτρησαν, μετρήσαν(ε) |
μετρήθηκε |
μετρήθηκαν, μετρηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω μετρήσει
έχω μετρημένο |
έχουμε μετρήσει
έχουμε μετρημένο |
έχω μετρηθεί
είμαι μετρημένος, -η |
έχουμε μετρηθεί
είμαστε μετρημένοι, -ες |
έχεις μετρήσει
έχεις μετρημένο |
έχετε μετρήσει
έχετε μετρημένο |
έχεις μετρηθεί
είσαι μετρημένος, -η |
έχετε μετρηθεί
είστε μετρημένοι, -ες |
έχει μετρήσει
έχει μετρημένο |
έχουν μετρήσει
έχουν μετρημένο |
έχει μετρηθεί
είναι μετρημένος, -η, -ο |
έχουν μετρηθεί
είναι μετρημένοι, -ες, -α |
Plu perf ect |
είχα μετρήσει
είχα μετρημένο |
είχαμε μετρήσει
είχαμε μετρημένο |
είχα μετρηθεί
ήμουν μετρημένος, -η |
είχαμε μετρηθεί
ήμαστε μετρημένοι, -ες |
είχες μετρήσει
είχες μετρημένο |
είχατε μετρήσει
είχατε μετρημένο |
είχες μετρηθεί
ήσουν μετρημένος, -η |
είχατε μετρηθεί
ήσαστε μετρημένοι, -ες |
είχε μετρήσει
είχε μετρημένο |
είχαν μετρήσει
είχαν μετρημένο |
είχε μετρηθεί
ήταν μετρημένος, -η, -ο |
είχαν μετρηθεί
ήταν μετρημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα μετράω, θα μετρώ |
θα μετράμε, θα μετρούμε |
θα μετριέμαι |
θα μετριόμαστε |
θα μετράς |
θα μετράτε |
θα μετριέσαι |
θα μετριέστε, θα μετριόσαστε |
θα μετράει, θα μετρά |
θα μετράν(ε), θα μετρούν(ε) |
θα μετριέται |
θα μετριούνται, θα μετριόνται |
Simp Fut |
θα μετρήσω |
θα μετρήσουμε, θα μετρήσομε |
θα μετρηθώ |
θα μετρηθούμε |
θα μετρήσεις |
θα μετρήσετε |
θα μετρηθείς |
θα μετρηθείτε |
θα μετρήσει |
θα μετρήσουν(ε) |
θα μετρηθεί |
θα μετρηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω μετρήσει
θα έχω μετρημένο |
θα έχουμε μετρήσει
θα έχουμε μετρημένο |
θα έχω μετρηθεί
θα είμαι μετρημένος, -η |
θα έχουμε μετρηθεί
θα είμαστε μετρημένοι, -ες |
θα έχεις μετρήσει
θα έχεις μετρημένο |
θα έχετε μετρήσει
θα έχετε μετρημένο |
θα έχεις μετρηθεί
θα είσαι μετρημένος, -η |
θα έχετε μετρηθεί
θα είστε μετρημένοι, -ες |
θα έχει μετρήσει
θα έχει μετρημένο |
θα έχουν μετρήσει
θα έχουν μετρημένο |
θα έχει μετρηθεί
θα είναι μετρημένος, -η, -ο |
θα έχουν μετρηθεί
θα είναι μετρημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να μετράω, να μετρώ |
να μετράμε, να μετρούμε |
να μετριέμαι |
να μετριόμαστε |
να μετράς |
να μετράτε |
να μετριέσαι |
να μετριέστε, να μετριόσαστε |
να μετράει, να μετρά |
να μετράν(ε), να μετρούν(ε) |
να μετριέται |
να μετριούνται, να μετριόνται |
Aorist |
να μετρήσω |
να μετρήσουμε, να μετρήσομε |
να μετρηθώ |
να μετρηθούμε |
να μετρήσεις |
να μετρήσετε |
να μετρηθείς |
να μετρηθείτε |
να μετρήσει |
να μετρήσουν(ε) |
να μετρηθεί |
να μετρηθούν(ε) |
Perf |
να έχω μετρήσει
να έχω μετρημένο |
να έχουμε μετρήσει
να έχουμε μετρημένο |
να έχω μετρηθεί
να είμαι μετρημένος, -η |
να έχουμε μετρηθεί
να είμαστε μετρημένοι, -ες |
να έχεις μετρήσει
να έχεις μετρημένο |
να έχετε μετρήσει
να έχετε μετρημένο |
να έχεις μετρηθεί
να είσαι μετρημένος, -η |
να έχετε μετρηθεί
να είστε μετρημένοι, -η |
να έχει μετρήσει
να έχει μετρημένο |
να έχουν μετρήσει
να έχουν μετρημένο |
να έχει μετρηθεί
να είναι μετρημένος, -η, -ο |
να έχουν μετρηθεί
να είναι μετρημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
μέτρα, μέτραγε |
μετράτε |
|
μετριέστε |
Aorist |
μέτρησε, μέτρα |
μετρήστε |
μετρήσου |
μετρηθείτε |
Part iciple |
Pres |
μετρώντας |
|
|
Perf |
έχοντας μετρήσει, έχοντας μετρημένο |
μετρημένος, -η, -ο |
μετρημένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
μετρήσει |
μετρηθεί |