ΜΕΤΑΝΟΩ
I repent
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
μετανοώ μετανοούμε
μετανοείς μετανοείτε
μετανοεί μετανοούν(ε)
Imper
fect
μετανοούσα μετανοούσαμε
μετανοούσες μετανοούσατε
μετανοούσε μετανοούσαν(ε)
Aorist μετανόησα μετανοήσαμε
μετανόησες μετανοήσατε
μετανόησε μετανόησαν, μετανοήσαν(ε)
Perf
ect
έχω μετανοήσει έχουμε μετανοήσει
έχεις μετανοήσει έχετε μετανοήσει
έχει μετανοήσει έχουν μετανοήσει
Plu
perf
ect
είχα μετανοήσει είχαμε μετανοήσει
είχες μετανοήσει είχατε μετανοήσει
είχε μετανοήσει είχαν μετανοήσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα μετανοώ θα μετανοούμε
θα μετανοείς θα μετανοείτε
θα μετανοεί θα μετανοούν(ε)
Simp
Fut
θα μετανοήσω θα μετανοήσουμε
θα μετανοήσεις θα μετανοήσετε
θα μετανοήσει θα μετανοήσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω μετανοήσει θα έχουμε μετανοήσει
θα έχεις μετανοήσει θα έχετε μετανοήσει
θα έχει μετανοήσει θα έχουν μετανοήσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να μετανοώ να μετανοούμε
να μετανοείς να μετανοείτε
να μετανοεί να μετανοούν(ε)
Aorist να μετανοήσω να μετανοήσουμε, να μετανοήσομε
να μετανοήσεις να μετανοήσετε
να μετανοήσει να μετανοήσουν(ε)
Perf να έχω μετανοήσει να έχουμε μετανοήσει
να έχεις μετανοήσει να έχετε μετανοήσει
να έχει μετανοήσει να έχουν μετανοήσει
Imper
ative
Pres μετανοείτε
Aorist μετανόησε μετανοήστε, μετανοήσετε
Part
iciple
Pres μετανοώντας
Perf έχοντας μετανοήσει
Infin Aorist μετανοήσει