ΜΕΤΑΦΡΑΖΩ I translate |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
μεταφράζω | μεταφράζουμε, μεταφράζομε | μεταφράζομαι | μεταφραζόμαστε |
μεταφράζεις | μεταφράζετε | μεταφράζεσαι | μεταφράζεστε, μεταφραζόσαστε | ||
μεταφράζει | μεταφράζουν(ε) | μεταφράζεται | μεταφράζονται | ||
Imper fect |
μετέφραζα, μετάφραζα | μεταφράζαμε | μεταφραζόμουνα | μεταφραζόμαστε, μεταφραζόμασταν | |
μετέφραζες, μετάφραζες | μεταφράζατε | μεταφραζόσουνα | μεταφραζόσαστε, μεταφραζόσασταν | ||
μετέφραζε, μετάφραζε | μετέφραζαν, μετάφραζαν, μεταφράζαν(ε) | μεταφραζότανε | μεταφράζονταν, μεταφραζόντανε, μεταφραζόντουσαν | ||
Aorist | μετέφρασα, μετάφρασα | μεταφράσαμε | μεταφράστηκα | μεταφραστήκαμε | |
μετέφρασες, μετάφρασες | μεταφράσατε | μεταφράστηκες | μεταφραστήκατε | ||
μετέφρασε, μετάφρασε | μετέφρασαν, μετάφρασαν, μεταφράσαν(ε) | μεταφράστηκε | μεταφράστηκαν, μεταφραστήκανε | ||
Per fect |
έχω μεταφράσει έχω μεταφρασμένο |
έχουμε μεταφράσει έχουμε μεταφρασμένο |
έχω μεταφραστεί είμαι μεταφρασμένος, -η |
έχουμε μεταφραστεί είμαστε μεταφρασμένοι, -ες |
|
έχεις μεταφράσει έχεις μεταφρασμένο |
έχετε μεταφράσει έχετε μεταφρασμένο |
έχεις μεταφραστεί είσαι μεταφρασμένος, -η |
έχετε μεταφραστεί είστε μεταφρασμένοι, -ες |
||
έχει μεταφράσει έχει μεταφρασμένο |
έχουν μεταφράσει έχουν μεταφρασμένο |
έχει μεταφραστεί είναι μεταφρασμένος, -η, -ο |
έχουν μεταφραστεί είναι μεταφρασμένοι, -ες, -α |
||
Plu per fect |
είχα μεταφράσει είχα μεταφρασμένο |
είχαμε μεταφράσει είχαμε μεταφρασμένο |
είχα μεταφραστεί ήμουν μεταφρασμένος, -η |
είχαμε μεταφραστεί ήμαστε μεταφρασμένοι, -ες |
|
είχες μεταφράσει είχες μεταφρασμένο |
είχατε μεταφράσει είχατε μεταφρασμένο |
είχες μεταφραστεί ήσουν μεταφρασμένος, -η |
είχατε μεταφραστεί ήσαστε μεταφρασμένοι, -ες |
||
είχε μεταφράσει είχε μεταφρασμένο |
είχαν μεταφράσει είχαν μεταφρασμένο |
είχε μεταφραστεί ήταν μεταφρασμένος, -η, -ο |
είχαν μεταφραστεί ήταν μεταφρασμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα μεταφράζω | θα μεταφράζουμε, θα μεταφράζομε | θα μεταφράζομαι | θα μεταφραζόμαστε | |
θα μεταφράζεις | θα μεταφράζετε | θα μεταφράζεσαι | θα μεταφράζεστε, θα μεταφραζόσαστε | ||
θα μεταφράζει | θα μεταφράζουν(ε) | θα μεταφράζεται | θα μεταφράζονται | ||
Simp Fut |
θα μεταφράσω | θα μεταφράσουμε, θα μεταφράσομε | θα μεταφραστώ | θα μεταφραστούμε | |
θα μεταφράσεις | θα μεταφράσετε | θα μεταφραστείς | θα μεταφραστείτε | ||
θα μεταφράσει | θα μεταφράσουν(ε) | θα μεταφραστεί | θα μεταφραστούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω μεταφράσει θα έχω μεταφρασμένο |
θα έχουμε μεταφράσει θα έχουμε μεταφρασμένο |
θα έχω μεταφραστεί θα είμαι μεταφρασμένος, -η |
θα έχουμε μεταφραστεί θα είμαστε μεταφρασμένοι, -ες |
|
θα έχεις μεταφράσει θα έχεις μεταφρασμένο |
θα έχετε μεταφράσει θα έχετε μεταφρασμένο |
θα έχεις μεταφραστεί θα είσαι μεταφρασμένος, -η |
θα έχετε μεταφράστει θα είστε μεταφρασμένοι, -ες |
||
θα έχει μεταφράσει θα έχει μεταφρασμένο |
θα έχουν μεταφράσει θα έχουν μεταφρασμένο |
θα έχει μεταφραστεί θα είναι μεταφρασμένος, -η, -ο |
θα έχουν μεταφραστεί θα είναι μεταφρασμένοι, -ες, -α |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να μεταφράζω | να μεταφράζουμε, |
να μεταφράζομαι | να μεταφραζόμαστε |
να μεταφράζεις | να μεταφράζετε | να μεταφράζεσαι | να μεταφράζεστε, |
||
να μεταφράζει | να μεταφράζουν(ε) | να μεταφράζεται | να μεταφράζονται | ||
Aorist | να μεταφράσω | να μεταφράσουμε, |
να μεταφραστώ | να μεταφραστούμε | |
να μεταφράσεις | να μεταφράσετε | να μεταφραστείς | να μεταφραστείτε | ||
να μεταφράσει | να μεταφράσουν | να μεταφραστεί | να μεταφραστούν(ε) | ||
Perf | να έχω μεταφράσει |
να έχουμε μεταφράσει |
να έχω μεταφραστεί |
να έχουμε μεταφραστεί |
|
να έχεις μεταφράσει |
να έχετε μεταφράσει |
να έχεις μεταφραστεί |
να έχετε μεταφραστεί |
||
να έχει μεταφράσει να έχει μεταφρασμένο |
να έχουν μεταφράσει να έχουν μεταφρασμένο |
να έχει μεταφραστεί |
να έχουν μεταφραστεί |
||
Imper ative |
Pres | μετάφραζε | μεταφράζετε | μεταφράζεστε | |
Aorist | μετέφρασε | μεταφράστε | μεταφράσου | μεταφραστείτε | |
Part iciple |
Pres | μεταφράζοντας | μεταφραζόμενος | ||
Perf | έχοντας μεταφράσει, έχοντας μεταφρασμένο | μεταφρασμένος, -η, -ο | μεταφρασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | μεταφράσει | μεταφραστεί |