ΜΕΤΑΔΙΔΩ
I transmit
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
μεταδίδω μεταδίδουμε, μεταδίδομε μεταδίδομαι μεταδιδόμαστε
μεταδίδεις μεταδίδετε μεταδίδεσαι μεταδίδεστε, μεταδιδόσαστε
μεταδίδει μεταδίδουν(ε) μεταδίδεται μεταδίδονται
Imper
fect
μετέδιδα μεταδίδαμε μεταδιδόμουν(α) μεταδιδόμαστε
μετέδιδες μεταδίδατε μεταδιδόσουν(α) μεταδιδόσαστε
μετέδιδε μετέδιδαν, μεταδίδαν(ε) μεταδιδόταν(ε) μεταδίδονταν
Aorist μετέδωσα, μετάδωσα μεταδώσαμε μεταδόθηκα μεταδοθήκαμε
μετέδωσες, μετάδωσες μεταδώσατε μεταδόθηκες μεταδοθήκατε
μετέδωσε, μετάδωσε μετέδωσαν, μεταδώσαν(ε) μεταδόθηκε μεταδόθηκαν, μεταδοθήκαν(ε)
Per
fect
έχω μεταδώσει έχουμε μεταδώσει έχω μεταδοθεί
(είμαι μεταδομένος, -η)
έχουμε μεταδοθεί
(είμαστε μεταδομένοι, -ες)
έχεις μεταδώσει έχετε μεταδώσει έχεις μεταδοθεί
(είσαι μεταδομένος, -η)
έχετε μεταδοθεί
(είστε μεταδομένοι, -ες)
έχει μεταδώσει έχουν μεταδώσει έχει μεταδοθεί
(είναι μεταδομένος, -η, -ο)
έχουν μεταδοθεί
(είναι μεταδομένοι, -ες, -α)
Plu
per
fect
είχα μεταδώσει είχαμε μεταδώσει είχα μεταδοθεί
(ήμουν μεταδομένος, -η)
είχαμε μεταδοθεί
(ήμαστε μεταδομένος, -η)
είχες μεταδώσει είχατε μεταδώσει είχες μεταδοθεί
(ήσουν μεταδομένος, -η)
είχατε μεταδοθεί
(ήσαστε μεταδομένος, -η)
είχε μεταδώσει είχαν μεταδώσει είχε μεταδοθεί
(ήταν μεταδομένος, -η, -ο)
είχαν μεταδοθεί
(ήταν μεταδομένοι, -ες, -α)
Fut
ure
Cont
inuous
θα μεταδίδω θα μεταδίδουμε, θα μεταδίδομε θα μεταδίδομαι θα μεταδιδόμαστε
θα μεταδίδεις θα μεταδίδετε θα μεταδίδεσαι θα μεταδίδεστε, θα μεταδιδόσαστε
θα μεταδίδει θα μεταδίδουν(ε) θα μεταδίδεται θα μεταδίδονται
Simp
Fut
θα μεταδώσω θα μεταδώσουμε, θα μεταδώσομε θα μεταδοθώ θα μεταδοθούμε
θα μεταδώσεις θα μεταδώσετε θα μεταδοθείς θα μεταδοθείτε
θα μεταδώσει θα μεταδώσουν(ε) θα μεταδοθεί θα μεταδοθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω μεταδώσει θα έχουμε μεταδώσει θα έχω μεταδοθεί
(θα είμαι μεταδομένος, -η)
θα έχουμε μεταδοθεί
(θα είμαστε μεταδομένοι, -ες)
θα έχεις μεταδώσει θα έχετε μεταδώσει θα έχεις μεταδοθεί
(θα είσαι μεταδομένος, -η)
θα έχετε μεταδοθεί
(θα είστε μεταδομένοι, -ες)
θα έχει μεταδώσει θα έχουν μεταδώσει θα έχει μεταδοθεί
(θα είναι μεταδομένος, -η, -ο)
θα έχουν μεταδοθεί
(θα είναι μεταδομένοι, -ες, -α)
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να μεταδίδω να μεταδίδουμε, να μεταδίδομε να μεταδίδομαι να μεταδιδόμαστε
να μεταδίδεις να μεταδίδετε να μεταδίδεσαι να μεταδίδεστε, να μεταδιδόσαστε
να μεταδίδει να μεταδίδουν(ε) να μεταδίδεται να μεταδίδονται
Aorist να μεταδώσω να μεταδώσουμε, να μεταδώσομε να μεταδοθώ να μεταδοθούμε
να μεταδώσεις να μεταδώσετε να μεταδοθείς να μεταδοθείτε
να μεταδώσει να μεταδώσουν(ε) να μεταδοθεί να μεταδοθούν(ε)
Perf να έχω μεταδώσει να έχουμε μεταδώσει να έχω μεταδοθεί
(να είμαι μεταδομένος, -η)
να έχουμε μεταδοθεί
(να είμαστε μεταδομένοι, -ες)
να έχεις μεταδώσει να έχετε μεταδώσει να έχεις μεταδοθεί
(να είσαι μεταδομένος, -η)
να έχετε μεταδοθεί
(να είστε μεταδομένοι, -ες)
να έχει μεταδώσει να έχουν μεταδώσει να έχει μεταδοθεί
(να είναι μεταδομένος, -η, -ο)
να έχουν μεταδοθεί
(να είναι μεταδομένοι, -ες, -α)
Imper
ative
Pres μετάδιδε μεταδίδετε μεταδίδεστε
Aorist μετάδωσε μεταδώστε, μεταδώσετε μεταδώσου μεταδοθείτε
Part
iciple
Pres μεταδίδοντας μεταδιδόμενος
Perf έχοντας μεταδώσει μεταδομένος, -η, -ο μεταδομένοι, -ες, -α
Infin Aorist μεταδώσει μεταδοθεί