ΜΕΓΑΛΩΝΩ
I grow
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
μεγαλώνω μεγαλώνουμε, μεγαλώνομε
μεγαλώνεις μεγαλώνετε
μεγαλώνει μεγαλώνουν(ε)
Imper
fect
μεγάλωνα μεγαλώναμε
μεγάλωνες μεγαλώνατε
μεγάλωνε μεγάλωναν, μεγαλώναν(ε)
Aorist μεγάλωσα μεγαλώσαμε
μεγάλωσες μεγαλώσατε
μεγάλωσε μεγάλωσαν, μεγαλώσαν(ε)
Per
fect
έχω μεγαλώσει έχουμε μεγαλώσει
έχεις μεγαλώσει έχετε μεγαλώσει
έχει μεγαλώσει έχουν μεγαλώσει
Plu
per
fect
είχα μεγαλώσει είχαμε μεγαλώσει
είχες μεγαλώσει είχατε μεγαλώσει
είχε μεγαλώσει είχαν μεγαλώσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα μεγαλώνω θα μεγαλώνουμε, θα μεγαλώνομε
θα μεγαλώνεις θα μεγαλώνετε
θα μεγαλώνει θα μεγαλώνουν(ε)
Simp
Fut
θα μεγαλώσω θα μεγαλώσουμε, θα μεγαλώσομε
θα μεγαλώσεις θα μεγαλώσετε
θα μεγαλώσει θα μεγαλώσουν
Fut
Perf
θα έχω μεγαλώσει θα έχουμε μεγαλώσει
θα έχεις μεγαλώσει θα έχετε μεγαλώσει
θα έχει μεγαλώσει θα έχουν μεγαλώσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να μεγαλώνω να μεγαλώνουμε, να μεγαλώνομε
να μεγαλώνεις να μεγαλώνετε
να μεγαλώνει να μεγαλώνουν(ε)
Aorist να μεγαλώσω να μεγαλώσουμε, να μεγαλώσομε
να μεγαλώσεις να μεγαλώσετε
να μεγαλώσει να μεγαλώσουν(ε)
Perf να έχω μεγαλώσει να έχουμε μεγαλώσει
να έχεις μεγαλώσει να έχετε μεγαλώσει
να έχει μεγαλώσει να έχουν μεγαλώσει
Imper
ative
Pres μεγάλωνε μεγαλώνετε
Aorist μεγάλωσε μεγαλώστε, μεγαλώσετε
Part
iciple
Pres μεγαλώνοντας
Perf έχοντας μεγαλώσει
Infin Aorist μεγαλώσει