ΜΑΖΕΥΩ I collect |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
μαζεύω | μαζεύουμε, μαζεύομε | μαζεύομαι | μαζευόμαστε |
μαζεύεις | μαζεύετε | μαζεύεσαι | μαζεύεστε, μαζευόσαστε | ||
μαζεύει | μαζεύουν(ε) | μαζεύεται | μαζεύονται | ||
Imper fect |
μάζευα | μαζεύαμε | μαζευόμουν(α) | μαζευόμαστε, μαζευόμασταν | |
μάζευες | μαζεύατε | μαζευόσουν(α) | μαζευόσαστε, μαζευόσασταν | ||
μάζευε | μάζευαν, μαζεύαν(ε) | μαζευόταν(ε) | μαζεύονταν, μαζευόντανε, μαζευόντουσαν | ||
Aorist | μάζεψα | μαζέψαμε | μαζεύτηκα | μαζευτήκαμε | |
μάζεψες | μαζέψατε | μαζεύτηκες | μαζευτήκατε | ||
μάζεψε | μάζεψαν, μαζέψαν(ε) | μαζεύτηκε | μαζεύτηκαν, μαζευτήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω μαζέψει έχω μαζεμένο |
έχουμε μαζέψει έχουμε μαζεμένο |
έχω μαζευτεί είμαι μαζεμένος, -η |
έχουμε μαζευτεί είμαστε μαζεμένοι, -ες |
|
έχεις μαζέψει έχεις μαζεμένο |
έχετε μαζέψει έχετε μαζεμένο |
έχεις μαζευτεί είσαι μαζεμένος, -η |
έχετε μαζευτεί είστε μαζεμένοι, -ες |
||
έχει μαζέψει έχει μαζεμένο |
έχουν μαζέψει έχουν μαζεμένο |
έχει μαζευτεί είναι μαζεμένος, -η, -ο |
έχουν μαζευτεί είναι μαζεμένοι, -ες, -α |
||
Plu per fect |
είχα μαζέψει είχα μαζεμένο |
είχαμε μαζέψει είχαμε μαζεμένο |
είχα μαζευτεί ήμουν μαζεμένος, -η |
είχαμε μαζευτεί ήμαστε μαζεμένοι, -ες |
|
είχες μαζέψει είχες μαζεμένο |
είχατε μαζέψει είχατε μαζεμένο |
είχες μαζευτεί ήσουν μαζεμένος, -η |
είχατε μαζευτεί ήσαστε μαζεμένοι, -ες |
||
είχε μαζέψει είχε μαζεμένο |
είχαν μαζέψει είχαν μαζεμένο |
είχε μαζευτεί ήταν μαζεμένος, -η, -ο |
είχαν μαζευτεί ήταν μαζεμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα μαζεύω | θα μαζεύουμε, θα μαζεύομε | θα μαζεύομαι | θα μαζευόμαστε | |
θα μαζεύεις | θα μαζεύετε | θα μαζεύεσαι | θα μαζεύεστε, θα μαζευόσαστε | ||
θα μαζεύει | θα μαζεύουν(ε) | θα μαζεύεται | θα μαζεύονται | ||
Simp Fut |
θα μαζέψω | θα μαζέψουμε, θα μαζέψομε | θα μαζευτώ | θα μαζευτούμε | |
θα μαζέψεις | θα μαζέψετε | θα μαζευτείς | θα μαζευτείτε | ||
θα μαζέψει | θα μαζέψουν(ε) | θα μαζευτεί | θα μαζευτούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω μαζέψει θα έχω μαζεμένο |
θα έχουμε μαζέψει θα έχουμε μαζεμένο |
θα έχω μαζευτεί θα είμαι μαζεμένος, -η |
θα έχουμε μαζευτεί θα είμαστε μαζεμένοι, -ες |
|
θα έχεις μαζέψει θα έχεις μαζεμένο |
θα έχετε μαζέψει θα έχετε μαζεμένο |
θα έχεις μαζευτεί θα είσαι μαζεμένος, -η |
θα έχετε μαζευτεί θα είστε μαζεμένοι, -ες |
||
θα έχει μαζέψει θα έχει μαζεμένο |
θα έχουν μαζέψει θα έχουν μαζεμένο |
θα έχει μαζευτεί θα είναι μαζεμένος, -η, -ο |
θα έχουν μαζευτεί θα είναι μαζεμένοι, -ες, -α |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να μαζεύω | να μαζεύουμε, να μαζεύομε | να μαζεύομαι | να μαζευόμαστε |
να μαζεύεις | να μαζεύετε | να μαζεύεσαι | να μαζεύεστε, να μαζευόσαστε | ||
να μαζεύει | να μαζεύουν(ε) | να μαζεύεται | να μαζεύονται | ||
Aorist | να μαζέψω | να μαζέψουμε, να μαζέψομε | να μαζευτώ | να μαζευτούμε | |
να μαζέψεις | να μαζέψετε | να μαζευτείς | να μαζευτείτε | ||
να μαζέψει | να μαζέψουν(ε) | να μαζευτεί | να μαζευτούν(ε) | ||
Perf | να έχω μαζέψει να έχω μαζεμένο |
να έχουμε μαζέψει να έχουμε μαζεμένο |
να έχω μαζευτεί να είμαι μαζεμένος, -η |
να έχουμε μαζευτεί να είμαστε μαζεμένοι, -ες |
|
να έχεις μαζέψει να έχεις μαζεμένο |
να έχετε μαζέψει να έχετε μαζεμένο |
να έχεις μαζευτεί να είσαι μαζεμένος, -η |
να έχετε μαζευτεί να είστε μαζεμένοι, -ες |
||
να έχει μαζέψει να έχει μαζεμένο |
να έχουν μαζέψει να έχουν μαζεμένο |
να έχει μαζευτεί να είναι μαζεμένος, -η, -ο |
να έχουν μαζευτεί να είναι μαζεμένοι, -ες, -α |
||
Imper ative |
Pres | μάζευε | μαζεύετε | μαζεύεστε | |
Aorist | μάζεψε | μαζέψτε, μαζεύτε | μαζέψου | μαζευτείτε | |
Part iciple |
Pres | μαζεύοντας | |||
Perf | έχοντας μαζέψει, έχοντας μαζεμένο | μαζεμένος, -η, -ο | μαζεμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | μαζέψει | μαζευτεί |