ΚΥΡΙΕΥΩ I conquer |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
κυριεύω |
κυριεύουμε, κυριεύομε |
κυριεύομαι |
κυριευόμαστε |
κυριεύεις |
κυριεύετε |
κυριεύεσαι |
κυριεύεστε, κυριευόσαστε |
κυριεύει |
κυριεύουν(ε) |
κυριεύεται |
κυριεύονται |
Imper fect |
κυρίευα |
κυριεύαμε |
κυριευόμουν(α) |
κυριευόμαστε |
κυρίευες |
κυριεύατε |
κυριευόσουν(α) |
κυριευόσαστε |
κυρίευε |
κυρίευαν, κυριεύαν(ε) |
κυριευόταν(ε) |
κυριεύονταν |
Aorist |
κυρίευσα, κυρίεψα |
κυριεύσαμε, κυριέψαμε |
κυριεύτηκα, κυριεύθηκα |
κυριευτήκαμε, κυριευθήκαμε |
κυρίευσες, κυρίεψες |
κυριεύσατε, κυριέψατε |
κυριεύτηκες, κυριεύθηκες |
κυριευτήκατε, κυριευθήκατε |
κυρίευσε, κυρίεψε |
κυρίευσαν, κυριεύσαν(ε)
κυρίεψαν, κυριέψαν(ε) |
κυριεύτηκε, κυριεύθηκε |
κυριεύτηκαν, κυριευθήκαν(ε) |
Per fect |
έχω κυριεύσει
έχω κυριέψει
έχω κυριευμένο |
έχουμε κυριεύσει
έχουμε κυριέψει
έχουμε κυριευμένο |
έχω κυριευτεί
έχω κυριευθεί
είμαι κυριευμένος, -η |
έχουμε κυριευτεί
έχουμε κυριευθεί
είμαστε κυριευμένοι, -ες |
έχεις κυριεύσει
έχεις κυριέψει
έχεις κυριευμένο |
έχετε κυριεύσει
έχετε κυριέψει
έχετε κυριευμένο |
έχεις κυριευτεί
έχεις κυριευθεί
είσαι κυριευμένος, -η |
έχετε κυριευτεί
έχετε κυριευθεί
είστε κυριευμένοι, -ες |
έχει κυριεύσει
έχει κυριέψει
έχει κυριευμένο |
έχουν κυριεύσει
έχουν κυριέψει
έχουν κυριευμένο |
έχει κυριευτεί
έχει κυριευθεί
είναι κυριευμένος, -η, -ο |
έχουν κυριευτεί
έχουν κυριευθεί
είναι κυριευμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα κυριεύσει
είχα κυριέψει
είχα κυριευμένο |
είχαμε κυριεύσει
είχαμε κυριέψει
είχαμε κυριευμένο |
είχα κυριευτεί
είχα κυριευθεί
ήμουν κυριευμένος, -η |
είχαμε κυριευτεί
είχαμε κυριευθεί
ήμαστε κυριευμένοι, -ες |
είχες κυριεύσει
είχες κυριέψει
είχες κυριευμένο |
είχατε κυριεύσει
είχατε κυριέψει
είχατε κυριευμένο |
είχες κυριευτεί
είχες κυριευθεί
ήσουν κυριευμένος, -η |
είχατε κυριευτεί
είχατε κυριευθεί
ήσαστε κυριευμένοι, -ες |
είχε κυριεύσει
είχε κυριέψει
είχε κυριευμένο |
είχαν κυριεύσει
είχαν κυριέψει
είχαν κυριευμένο |
είχε κυριευτεί
είχε κυριευθεί
ήταν κυριευμένος, -η, -ο |
είχαν κυριευτεί
είχαν κυριευθεί
ήταν κυριευμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα κυριεύω |
θα κυριεύουμε, θα κυριεύομε |
θα κυριεύομαι |
θα κυριευόμαστε |
θα κυριεύεις |
θα κυριεύετε |
θα κυριεύεσαι |
θα κυριεύεστε, θα κυριευόσαστε |
θα κυριεύει |
θα κυριεύουν(ε) |
θα κυριεύεται |
θα κυριεύονται |
Simp Fut |
θα κυριεύσω, θα κυριέψω |
θα κυριεύσουμε, θα κυριεύσομε
θα κυριέψουμε, θα κυριέψομε |
θα κυριευτώ, θα κυριευθώ |
θα κυριευτούμε, θα κυριευθούμε |
θα κυριεύσεις, θα κυριέψεις |
θα κυριεύσετε, θα κυριέψετε |
θα κυριευτείς, θα κυριευθείς |
θα κυριευτείτε, θα κυριευθείτε |
θα κυριεύσει, θα κυριέψει |
θα κυριεύσουν(ε), θα κυριέψουν(ε) |
θα κυριευτεί, θα κυριευθεί |
θα κυριευτούν(ε), θα κυριευθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω κυριεύσει
θα έχω κυριέψει
θα έχω κυριευμένο |
θα έχουμε κυριεύσει
θα έχουμε κυριέψει
θα έχουμε κυριευμένο |
θα έχω κυριευτεί
θα έχω κυριευθεί
θα είμαι κυριευμένος, -η |
θα έχουμε κυριευτεί
θα έχουμε κυριευθεί
θα είμαστε κυριευμένοι, -ες |
θα έχεις κυριεύσει
θα έχεις κυριέψει
θα έχεις κυριευμένο |
θα έχετε κυριεύσει
θα έχετε κυριέψει
θα έχετε κυριευμένο |
θα έχεις κυριευτεί
θα έχεις κυριευθεί
θα είσαι κυριευμένος, -η |
θα έχετε κυριευτεί
θα έχετε κυριευθεί
θα είστε κυριευμένοι, -ες |
θα έχει κυριεύσει
θα έχει κυριέψει
θα έχει κυριευμένο |
θα έχουν κυριεύσει
θα έχουν κυριέψει
θα έχουν κυριευμένο |
θα έχει κυριευτεί
θα έχει κυριευθεί
θα είναι κυριευμένος, -η, -ο |
θα έχουν κυριευτεί
θα έχουν κυριευθεί
θα είναι κυριευμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να κυριεύω |
να κυριεύουμε, να κυριεύομε |
να κυριεύομαι |
να κυριευόμαστε |
να κυριεύεις |
να κυριεύετε |
να κυριεύεσαι |
να κυριεύεστε, να κυριευόσαστε |
να κυριεύει |
να κυριεύουν(ε) |
να κυριεύεται |
να κυριεύονται |
Aorist |
να κυριεύσω, να κυριέψω |
να κυριεύσουμε, να κυριεύσομε
να κυριέψουμε, να κυριέψομε |
να κυριευτώ, να κυριευθώ |
να κυριευτούμε, να κυριευθούμε |
να κυριεύσεις, να κυριέψεις |
να κυριεύσετε, να κυριέψετε |
να κυριευτείς, να κυριευθείς |
να κυριευτείτε, να κυριευθείτε |
να κυριεύσει, να κυριέψει |
να κυριεύσουν(ε), να κυριέψουν(ε) |
να κυριευτεί, να κυριευθεί |
να κυριευτούν(ε), να κυριευθούν(ε) |
Perf |
να έχω κυριεύσει
να έχω κυριέψει
να έχω κυριευμένο |
να έχουμε κυριεύσει
να έχουμε κυριέψει
να έχουμε κυριευμένο |
να έχω κυριευτεί
να έχω κυριευθεί
να είμαι κυριευμένος, -η |
να έχουμε κυριευτεί
να έχουμε κυριευθεί
να είμαστε κυριευμένοι, -ες |
να έχεις κυριεύσει
να έχεις κυριέψει
να έχεις κυριευμένο |
να έχετε κυριεύσει
να έχετε κυριέψει
να έχετε κυριευμένο |
να έχεις κυριευτεί
να έχεις κυριευθεί
να είσαι κυριευμένος, -η |
να έχετε κυριευτεί
να έχετε κυριευθεί
να είστε κυριευμένοι, -ες |
να έχει κυριεύσει
να έχει κυριέψει
να έχει κυριευμένο |
να έχουν κυριεύσει
να έχουν κυριέψει
να έχουν κυριευμένο |
να έχει κυριευτεί
να έχει κυριευθεί
να είναι κυριευμένος, -η, -ο |
να έχουν κυριευτεί
να έχουν κυριευθεί
να είναι κυριευμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
κυρίευε |
κυριεύετε |
|
κυριεύεστε |
Aorist |
κυρίευσε, κυρίεψε |
κυριεύστε, κυριεύσετε
κυριέψτε, κυριέψετε |
κυριεύσου |
κυριευτείτε, κυριευθείτε |
Part iciple |
Pres |
κυριεύοντας |
κυριευόμενος |
Perf |
έχοντας κυριεύσει, έχοντας κυριέψει
έχοντας κυριευμένο |
κυριευμένος, -η, -ο |
κυριευμένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
κυριεύσει, κυριέψει |
κυριευτεί, κυριευθεί |