ΚΥΒΕΡΝΩ I govern |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
κυβερνάω, κυβερνώ |
κυβερνάμε, κυβερνούμε |
κυβερνιέμαι |
κυβερνιόμαστε |
κυβερνάς |
κυβερνάτε |
κυβερνιέσαι |
κυβερνιέστε, κυβερνιόσαστε |
κυβερνάει, κυβερνά |
κυβερνάν(ε), κυβερνούν(ε) |
κυβερνιέται |
κυβερνιούνται, κυβερνιόνται |
Imper fect |
κυβερνούσα, κυβέρναγα |
κυβερνούσαμε, κυβερνάγαμε |
κυβερνιόμουν(α) |
κυβερνιόμαστε, κυβερνιόμασταν |
κυβερνούσες, κυβέρναγες |
κυβερνούσατε, κυβερνάγατε |
κυβερνιόσουν(α) |
κυβερνιόσαστε, κυβερνιόσασταν |
κυβερνούσε, κυβέρναγε |
κυβερνούσαν(ε), κυβέρναγαν, κυβερνάγανε |
κυβερνιόταν(ε) |
κυβερνιόνταν(ε), κυβερνιούνταν, κυβερνιόντουσαν |
Aorist |
κυβέρνησα |
κυβερνήσαμε |
κυβερνήθηκα |
κυβερνηθήκαμε |
κυβέρνησες |
κυβερνήσατε |
κυβερνήθηκες |
κυβερνηθήκατε |
κυβέρνησε |
κυβέρνησαν, κυβερνήσαν(ε) |
κυβερνήθηκε |
κυβερνήθηκαν, κυβερνηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω κυβερνήσει
έχω κυβερνημένο |
έχουμε κυβερνήσει
έχουμε κυβερνημένο |
έχω κυβερνηθεί
είμαι κυβερνημένος, -η |
έχουμε κυβερνηθεί
είμαστε κυβερνημένοι, -ες |
έχεις κυβερνήσει
έχεις κυβερνημένο |
έχετε κυβερνήσει
έχετε κυβερνημένο |
έχεις κυβερνηθεί
είσαι κυβερνημένος, -η |
έχετε κυβερνηθεί
είστε κυβερνημένοι, -ες |
έχει κυβερνήσει
έχει κυβερνημένο |
έχουν κυβερνήσει
έχουν κυβερνημένο |
έχει κυβερνηθεί
είναι κυβερνημένος, -η, -ο |
έχουν κυβερνηθεί
είναι κυβερνημένοι, -ες, -α |
Plu perf ect |
είχα κυβερνήσει
είχα κυβερνημένο |
είχαμε κυβερνήσει
είχαμε κυβερνημένο |
είχα κυβερνηθεί
ήμουν κυβερνημένος, -η |
είχαμε κυβερνηθεί
ήμαστε κυβερνημένοι, -ες |
είχες κυβερνήσει
είχες κυβερνημένο |
είχατε κυβερνήσει
είχατε κυβερνημένο |
είχες κυβερνηθεί
ήσουν κυβερνημένος, -η |
είχατε κυβερνηθεί
ήσαστε κυβερνημένοι, -ες |
είχε κυβερνήσει
είχε κυβερνημένο |
είχαν κυβερνήσει
είχαν κυβερνημένο |
είχε κυβερνηθεί
ήταν κυβερνημένος, -η, -ο |
είχαν κυβερνηθεί
ήταν κυβερνημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα κυβερνάω, θα κυβερνώ |
θα κυβερνάμε, θα κυβερνούμε |
θα κυβερνιέμαι |
θα κυβερνιόμαστε |
θα κυβερνάς |
θα κυβερνάτε |
θα κυβερνιέσαι |
θα κυβερνιέστε, θα κυβερνιόσαστε |
θα κυβερνάει, θα κυβερνά |
θα κυβερνάν(ε), θα κυβερνούν(ε) |
θα κυβερνιέται |
θα κυβερνιούνται, θα κυβερνιόνται |
Simp Fut |
θα κυβερνήσω |
θα κυβερνήσουμε, θα κυβερνήσομε |
θα κυβερνηθώ |
θα κυβερνηθούμε |
θα κυβερνήσεις |
θα κυβερνήσετε |
θα κυβερνηθείς |
θα κυβερνηθείτε |
θα κυβερνήσει |
θα κυβερνήσουν(ε) |
θα κυβερνηθεί |
θα κυβερνηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω κυβερνήσει
θα έχω κυβερνημένο |
θα έχουμε κυβερνήσει
θα έχουμε κυβερνημένο |
θα έχω κυβερνηθεί
θα είμαι κυβερνημένος, -η |
θα έχουμε κυβερνηθεί
θα είμαστε κυβερνημένοι, -ες |
θα έχεις κυβερνήσει
θα έχεις κυβερνημένο |
θα έχετε κυβερνήσει
θα έχετε κυβερνημένο |
θα έχεις κυβερνηθεί
θα είσαι κυβερνημένος, -η |
θα έχετε κυβερνηθεί
θα είστε κυβερνημένοι, -ες |
θα έχει κυβερνήσει
θα έχει κυβερνημένο |
θα έχουν κυβερνήσει
θα έχουν κυβερνημένο |
θα έχει κυβερνηθεί
θα είναι κυβερνημένος, -η, -ο |
θα έχουν κυβερνηθεί
θα είναι κυβερνημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να κυβερνάω, να κυβερνώ |
να κυβερνάμε, να κυβερνούμε |
να κυβερνιέμαι |
να κυβερνιόμαστε |
να κυβερνάς |
να κυβερνάτε |
να κυβερνιέσαι |
να κυβερνιέστε, να κυβερνιόσαστε |
να κυβερνάει, να κυβερνά |
να κυβερνάν(ε), να κυβερνούν(ε) |
να κυβερνιέται |
να κυβερνιούνται, να κυβερνιόνται |
Aorist |
να κυβερνήσω |
να κυβερνήσουμε, να κυβερνήσομε |
να κυβερνηθώ |
να κυβερνηθούμε |
να κυβερνήσεις |
να κυβερνήσετε |
να κυβερνηθείς |
να κυβερνηθείτε |
να κυβερνήσει |
να κυβερνήσουν(ε) |
να κυβερνηθεί |
να κυβερνηθούν(ε) |
Perf |
να έχω κυβερνήσει
να έχω κυβερνημένο |
να έχουμε κυβερνήσει
να έχουμε κυβερνημένο |
να έχω κυβερνηθεί
να είμαι κυβερνημένος, -η |
να έχουμε κυβερνηθεί
να είμαστε κυβερνημένοι, -ες |
να έχεις κυβερνήσει
να έχεις κυβερνημένο |
να έχετε κυβερνήσει
να έχετε κυβερνημένο |
να έχεις κυβερνηθεί
να είσαι κυβερνημένος, -η |
να έχετε κυβερνηθεί
να είστε κυβερνημένοι, -η |
να έχει κυβερνήσει
να έχει κυβερνημένο |
να έχουν κυβερνήσει
να έχουν κυβερνημένο |
να έχει κυβερνηθεί
να είναι κυβερνημένος, -η, -ο |
να έχουν κυβερνηθεί
να είναι κυβερνημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
κυβέρνα, κυβέρναγε |
κυβερνάτε |
|
κυβερνιέστε |
Aorist |
κυβέρνησε, κυβέρνα |
κυβερνήστε |
κυβερνήσου |
κυβερνηθείτε |
Part iciple |
Pres |
κυβερνώντας |
|
Perf |
έχοντας κυβερνήσει, έχοντας κυβερνημένο |
κυβερνημένος, -η, -ο |
κυβερνημένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
κυβερνήσει |
κυβερνηθεί |