| ΞΕΡΝΑΩ I vomit
 | Active | Passive | 
| Singular | Plural | Singular | Plural | 
| I N
 D
 I
 C
 A
 T
 I
 V
 E
 | Pres ent
 | ξερνάω, ξερνώ | ξερνάμε, ξερνούμε | ξερνιέμαι | ξερνιόμαστε | 
| ξερνάς | ξερνάτε | ξερνιέσαι | ξερνιέστε, ξερνιόσαστε | 
| ξερνάει, ξερνά | ξερνάν(ε), ξερνούν(ε) | ξερνιέται | ξερνιούνται, ξερνιόνται | 
| Imper fect
 | ξερνούσα, ξέρναγα | ξερνούσαμε, ξερνάγαμε | ξερνιόμουν(α) | ξερνιόμαστε, ξερνιόμασταν | 
| ξερνούσες, ξέρναγες | ξερνούσατε, ξερνάγατε | ξερνιόσουν(α) | ξερνιόσαστε, ξερνιόσασταν | 
| ξερνούσε, ξέρναγε | ξερνούσαν(ε), ξέρναγαν, ξερνάγανε | ξερνιόταν(ε) | ξερνιόνταν(ε), ξερνιούνταν, ξερνιόντουσαν | 
| Aorist | ξέρασα | ξεράσαμε | ξεράστηκα | ξεραστήκαμε | 
| ξέρασες | ξεράσατε | ξεράστηκες | ξεραστήκατε | 
| ξέρασε | ξέρασαν, ξεράσαν(ε) | ξεράστηκε | ξεράστηκαν, ξεραστήκαν(ε) | 
| Perf ect
 | έχω     ξεράσει έχω     ξερασμένο
 | έχουμε  ξεράσει έχουμε  ξερασμένο
 | έχω     ξεραστεί είμαι   ξερασμένος, -η
 | έχουμε  ξεραστεί είμαστε ξερασμένοι, -ες
 | 
| έχεις ξεράσει έχεις ξερασμένο
 | έχετε ξεράσει έχετε ξερασμένο
 | έχεις ξεραστεί είσαι ξερασμένος, -η
 | έχετε ξεραστεί είστε ξερασμένοι, -ες
 | 
| έχει  ξεράσει έχει  ξερασμένο
 | έχουν ξεράσει έχουν ξερασμένο
 | έχει  ξεραστεί είναι ξερασμένος, -η, -ο
 | έχουν ξεραστεί είναι ξερασμένοι, -ες, -α
 | 
| Plu perf
 ect
 | είχα   ξεράσει είχα   ξερασμένο
 | είχαμε ξεράσει είχαμε ξερασμένο
 | είχα   ξεραστεί ήμουν  ξερασμένος, -η
 | είχαμε ξεραστεί ήμαστε ξερασμένοι, -ες
 | 
| είχες  ξεράσει είχες  ξερασμένο
 | είχατε ξεράσει είχατε ξερασμένο
 | είχες  ξεραστεί ήσουν  ξερασμένος, -η
 | είχατε ξεραστεί ήσαστε ξερασμένοι, -ες
 | 
| είχε  ξεράσει είχε  ξερασμένο
 | είχαν ξεράσει είχαν ξερασμένο
 | είχε  ξεραστεί ήταν  ξερνημενος, -η, -ο
 | είχαν ξεραστεί ήταν  ξερασμένοι, -ες, -α
 | 
| Fut ure
 Cont
 inuous
 | θα ξερνάω, θα ξερνώ | θα ξερνάμε, θα ξερνούμε | θα ξερνιέμαι | θα ξερνιόμαστε | 
| θα ξερνάς | θα ξερνάτε | θα ξερνιέσαι | θα ξερνιέστε, θα ξερνιόσαστε | 
| θα ξερνάει, θα ξερνά | θα ξερνάν(ε), θα ξερνούν(ε) | θα ξερνιέται | θα ξερνιούνται, θα ξερνιόνται | 
| Simp Fut
 | θα ξεράσω | θα ξεράσουμε, θα ξεράσομε | θα ξεραστώ | θα ξεραστούμε | 
| θα ξεράσεις | θα ξεράσετε | θα ξεραστείς | θα ξεραστείτε | 
| θα ξεράσει | θα ξεράσουν(ε) | θα ξεραστεί | θα ξεραστούν(ε) | 
| Fut Perf
 | θα έχω     ξεράσει θα έχω     ξερασμένο
 | θα έχουμε  ξεράσει θα έχουμε  ξερασμένο
 | θα έχω     ξεραστεί θα είμαι   ξερασμένος, -η
 | θα έχουμε  ξεραστεί θα είμαστε ξερασμένοι, -ες
 | 
| θα έχεις ξεράσει θα έχεις ξερασμένο
 | θα έχετε ξεράσει θα έχετε ξερασμένο
 | θα έχεις ξεραστεί θα είσαι ξερασμένος, -η
 | θα έχετε ξεραστεί θα είστε ξερνημενοι, -ες
 | 
| θα έχει  ξεράσει θα έχει  ξερασμένο
 | θα έχουν ξεράσει θα έχουν ξερασμένο
 | θα έχει  ξεραστεί θα είναι ξερνημένος, -η, -ο
 | θα έχουν ξεραστεί θα είναι ξερασμένοι, -ες, -α
 | 
| S U
 B
 J
 U
 N
 C
 T
 I
 V
 E
 | Pres ent
 | να ξερνάω, να ξερνώ | να ξερνάμε, να ξερνούμε | να ξερνιέμαι | να ξερνιόμαστε | 
| να ξερνάς | να ξερνάτε | να ξερνιέσαι | να ξερνιέστε | 
| να ξερνάει, να ξερνά | να ξερνάν(ε), να ξερνούν(ε) | να ξερνιέται | να ξερνιούνται, να ξερνιόνται | 
| Aorist | να ξεράσω | να ξεράσουμε, να ξεράσομε | να ξεραστώ | να ξεραστούμε | 
| να ξεράσεις | να ξεράσετε | να ξεραστείς | να ξεραστείτε | 
| να ξεράσει | να ξεράσουν(ε) | να ξεραστεί | να ξεραστούν(ε) | 
| Perf | να έχω     ξεράσει να έχω     ξερασμένο
 | να έχουμε  ξεράσει να έχουμε  ξερασμένο
 | να έχω     ξεραστεί να είμαι   ξερασμένος, -η
 | να έχουμε  ξεραστεί να είμαστε ξερνημενοι, -ες
 | 
| να έχεις ξεράσει να έχεις ξερασμένο
 | να έχετε ξεράσει να έχετε ξερασμένο
 | να έχεις ξεραστεί να είσαι ξερασμένος, -η
 | να έχετε ξεραστεί να είστε ξερασμένοι, -η
 | 
| να έχει  ξεράσει να έχει  ξερασμένο
 | να έχουν ξεράσει να έχουν ξερασμένο
 | να έχει  ξεραστεί να είναι ξερνημένος, -η, -ο
 | να έχουν ξεραστεί να είναι ξερασμένοι, -ες, -α
 | 
| Imper ative
 | Pres | ξέρνα, ξέρναγε | ξερνάτε |  | ξερνιέστε | 
| Aorist | ξέρασε, ξέρνα | ξεράστε | ξεράσου | ξεραστείτε | 
| Part iciple
 | Pres | ξερνώντας |  | 
| Perf | έχοντας ξεράσει, έχοντας ξερασμένο | ξερασμένος, -η, -ο | ξερασμένοι, -ες, -α | 
| Infin | Aorist | ξεράσει | ξεραστεί |