ΚΙΝΩ
I move
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
κινώ κινούμε κινούμαι κινούμαστε
κινείς κινείτε κινείσαι κινείστε
κινεί κινούν(ε) κινείται κινούνται
Imper
fect
κινούσα κινούσαμε κινούμουν κινούμαστε
κινούσες κινούσατε
κινούσε κινούσαν(ε) κινούνταν, εκινείτο κινούνταν, εκινούντο
Aorist κίνησα κινήσαμε κινήθηκα κινηθήκαμε
κίνησες κινήσατε κινήθηκες κινηθήκατε
κίνησε κίνησαν, κινήσαν(ε) κινήθηκε κινήθηκαν, κινηθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω κινήσει έχουμε κινήσει έχω κινηθεί έχουμε κινηθεί
έχεις κινήσει έχετε κινήσει έχεις κινηθεί έχετε κινηθεί
έχει κινήσει έχουν κινήσει έχει κινηθεί έχουν κινηθεί
Plu
perf
ect
είχα κινήσει είχαμε κινήσει είχα κινηθεί είχαμε κινηθεί
είχες κινήσει είχατε κινήσει είχες κινηθεί είχατε κινηθεί
είχε κινήσει είχαν κινήσει είχε κινηθεί είχαν κινηθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα κινώ θα κινούμε θα κινούμαι θα κινούμαστε
θα κινείς θα κινείτε θα κινείσαι θα κινείστε
θα κινεί θα κινούν(ε) θα κινείται θα κινούνται
Simp
Fut
θα κινήσω θα κινήσουμε θα κινηθώ θα κινηθούμε
θα κινήσεις θα κινήσετε θα κινηθείς θα κινηθείτε
θα κινήσει θα κινήσουν(ε) θα κινηθεί θα κινηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω κινήσει θα έχουμε κινήσει θα έχω κινηθεί θα έχουμε κινηθεί
θα έχεις κινήσει θα έχετε κινήσει θα έχεις κινηθεί θα έχετε κινηθεί
θα έχει κινήσει θα έχουν κινήσει θα έχει κινηθεί θα έχουν κινηθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να κινώ να κινούμε να κινούμαι να κινούμαστε
να κινείς να κινείτε να κινείσαι να κινείστε
να κινεί να κινούν(ε) να κινείται να κινούνται
Aorist να κινήσω να κινήσουμε, να κινήσομε να κινηθώ να κινηθούμε
να κινήσεις να κινήσετε να κινηθείς να κινηθείτε
να κινήσει να κινήσουν(ε) να κινηθεί να κινηθούν(ε)
Perf να έχω κινήσει να έχουμε κινήσει να έχω κινηθεί να έχουμε κινηθεί
να έχεις κινήσει να έχετε κινήσει να έχεις κινηθεί να έχετε κινηθεί
να έχει κινήσει να έχουν κινήσει να έχει κινηθεί να έχουν κινηθεί
Imper
ative
Pres κινείτε κινείστε
Aorist κίνησε κινήστε, κινήσετε κινήσου κινηθείτε
Part
iciple
Pres κινώντας
Perf έχοντας κινήσει
Infin Aorist κινήσει κινηθεί