ΚΑΘΡΕΦΤΙΖΩ
I mirror
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
καθρεφτίζω καθρεφτίζουμε, καθρεφτίζομε καθρεφτίζομαι καθρεφτιζόμαστε
καθρεφτίζεις καθρεφτίζετε καθρεφτίζεσαι καθρεφτίζεστε, καθρεφτιζόσαστε
καθρεφτίζει καθρεφτίζουν(ε) καθρεφτίζεται καθρεφτίζονται
Imper
fect
καθρέφτιζα καθρεφτίζαμε καθρεφτιζόμουν(α) καθρεφτιζόμαστε, καθρεφτιζόμασταν
καθρέφτιζες καθρεφτίζατε καθρεφτιζόσουν(α) καθρεφτιζόσαστε, καθρεφτιζόσασταν
καθρέφτιζε καθρέφτιζαν, καθρεφτίζαν(ε) καθρεφτιζόταν(ε) καθρεφτίζονταν, καθρεφτιζόντανε, καθρεφτιζόντουσαν
Aorist καθρέφτισα καθρεφτίσαμε καθρεφτίστηκα καθρεφτιστήκαμε
καθρέφτισες καθρεφτίσατε καθρεφτίστηκες καθρεφτιστήκατε
καθρέφτισε καθρέφτισαν, καθρεφτίσαν(ε) καθρεφτίστηκε καθρεφτίστηκαν, καθρεφτιστήκαν(ε)
Per
fect
έχω καθρεφτίσει
έχω καθρεφτισμένο
έχουμε καθρεφτίσει
έχουμε καθρεφτισμένο
έχω καθρεφτιστεί
είμαι καθρεφτισμένος, -η
έχουμε καθρεφτιστεί
είμαστε καθρεφτισμένοι, -ες
έχεις καθρεφτίσει
έχεις καθρεφτισμένο
έχετε καθρεφτίσει
έχετε καθρεφτισμένο
έχεις καθρεφτιστεί
είσαι καθρεφτισμένος, -η
έχετε καθρεφτιστεί
είστε καθρεφτισμένοι, -ες
έχει καθρεφτίσει
έχει καθρεφτισμένο
έχουν καθρεφτίσει
έχουν καθρεφτισμένο
έχει καθρεφτιστεί
είναι καθρεφτισμένος, -η, -ο
έχουν καθρεφτιστεί
είναι καθρεφτισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα καθρεφτίσει
είχα καθρεφτισμένο
είχαμε καθρεφτίσει
είχαμε καθρεφτισμένο
είχα καθρεφτιστεί
ήμουν καθρεφτισμένος, -η
είχαμε καθρεφτιστεί
ήμαστε καθρεφτισμένοι, -ες
είχες καθρεφτίσει
είχες καθρεφτισμένο
είχατε καθρεφτίσει
είχατε καθρεφτισμένο
είχες καθρεφτιστεί
ήσουν καθρεφτισμένος, -η
είχατε καθρεφτιστεί
ήσαστε καθρεφτισμένοι, -ες
είχε καθρεφτίσει
είχε καθρεφτισμένο
είχαν καθρεφτίσει
είχαν καθρεφτισμένο
είχε καθρεφτιστεί
ήταν καθρεφτισμένος, -η, -ο
είχαν καθρεφτιστεί
ήταν καθρεφτισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα καθρεφτίζω θα καθρεφτίζουμε, θα καθρεφτίζομε θα καθρεφτίζομαι θα καθρεφτιζόμαστε
θα καθρεφτίζεις θα καθρεφτίζετε θα καθρεφτίζεσαι θα καθρεφτίζεστε, θα καθρεφτιζόσαστε
θα καθρεφτίζει θα καθρεφτίζουν(ε) θα καθρεφτίζεται θα καθρεφτίζονται
Simp
Fut
θα καθρεφτίσω θα καθρεφτίσουμε, θα καθρεφτίζομε θα καθρεφτιστώ θα καθρεφτιστούμε
θα καθρεφτίσεις θα καθρεφτίσετε θα καθρεφτιστείς θα καθρεφτιστείτε
θα καθρεφτίσει θα καθρεφτίσουν(ε) θα καθρεφτιστεί θα καθρεφτιστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω καθρεφτίσει
θα έχω καθρεφτισμένο
θα έχουμε καθρεφτίσει
θα έχουμε καθρεφτισμένο
θα έχω καθρεφτιστεί
θα είμαι καθρεφτισμένος, -η
θα έχουμε καθρεφτιστεί
θα είμαστε καθρεφτισμένοι, -ες
θα έχεις καθρεφτίσει
θα έχεις καθρεφτισμένο
θα έχετε καθρεφτίσει
θα έχετε καθρεφτισμένο
θα έχεις καθρεφτιστεί
θα είσαι καθρεφτισμένος, -η
θα έχετε καθρεφτιστεί
θα είστε καθρεφτισμένοι, -ες
θα έχει καθρεφτίσει
θα έχει καθρεφτισμένο
θα έχουν καθρεφτίσει
θα έχουν καθρεφτισμένο
θα έχει καθρεφτιστεί
θα είναι καθρεφτισμένος, -η, -ο
θα έχουν καθρεφτιστεί
θα είναι καθρεφτισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να καθρεφτίζω να καθρεφτίζουμε, να καθρεφτίζομε να καθρεφτίζομαι να καθρεφτιζόμαστε
να καθρεφτίζεις να καθρεφτίζετε να καθρεφτίζεσαι να καθρεφτίζεστε, να καθρεφτιζόσαστε
να καθρεφτίζει να καθρεφτίζουν(ε) να καθρεφτίζεται να καθρεφτίζονται
Aorist να καθρεφτίσω να καθρεφτίσουμε, να καθρεφτίσομε να καθρεφτιστώ να καθρεφτιστούμε
να καθρεφτίσεις να καθρεφτίσετε να καθρεφτιστείς να καθρεφτιστείτε
να καθρεφτίσει να καθρεφτίσουν(ε) να καθρεφτιστεί να καθρεφτιστούν(ε)
Perf να έχω καθρεφτίσει
να έχω καθρεφτισμένο
να έχουμε καθρεφτίσει
να έχουμε καθρεφτισμένο
να έχω καθρεφτιστεί
να είμαι καθρεφτισμένος, -η
να έχουμε καθρεφτιστεί
να είμαστε καθρεφτισμένοι, -ες
να έχεις καθρεφτίσει
να έχεις καθρεφτισμένο
να έχετε καθρεφτίσει
να έχετε καθρεφτισμένο
να έχεις καθρεφτιστεί
να είσαι καθρεφτισμένος, -η
να έχετε καθρεφτιστεί
να είστε καθρεφτισμένοι, -ες
να έχει καθρεφτίσει
να έχει καθρεφτισμένο
να έχουν καθρεφτίσει
να έχουν καθρεφτισμένο
να έχει καθρεφτιστεί
να είναι καθρεφτισμένος, -η, -ο
να έχουν καθρεφτιστεί
να είναι καθρεφτισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres καθρέφτιζε καθρεφτίζετε καθρεφτίζεστε
Aorist καθρέφτισε καθρεφτίστε καθρεφτίσου καθρεφτιστείτε
Part
iciple
Pres καθρεφτίζοντας καθρεφτιζόμενος
Perf έχοντας καθρεφτίσει, έχοντας καθρεφτισμένο καθρεφτισμένος, -η, -ο καθρεφτισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist καθρεφτίσει καθρεφτιστεί