ΚΑΤΑΘΕΤΩ
I deposit
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
καταθέτω καταθέτουμε, καταθέτομε κατατίθεμαι κατατιθέμεθα
καταθέτεις καταθέτετε κατατίθεσαι κατατίθεσθε
καταθέτει καταθέτουν(ε) κατατίθεται κατατίθενται
Imper
fect
κατέθετα καταθέταμε
κατέθετες καταθέτατε
κατέθετε κατέθεταν, καταθέταν(ε) κατετίθετο κατετίθεντο
Aorist κατέθεσα καταθέσαμε κατατέθηκα κατατεθήκαμε
κατέθεσες καταθέσατε κατατέθηκες κατατεθήκατε
κατέθεσε κατέθεσαν, καταθέσαν(ε) κατατέθηκε κατατέθηκαν, κατατεθήκαν(ε)
Per
fect
έχω καταθέσει έχουμε καταθέσει έχω κατατεθεί
είμαι κατατεθειμένος, -η
έχουμε κατατεθεί
είμαστε κατατεθειμένοι, -ες
έχεις καταθέσει έχετε καταθέσει έχεις κατατεθεί
είσαι κατατεθειμένος, -η
έχετε κατατεθεί
είστε κατατεθειμένοι, -ες
έχει καταθέσει έχουν καταθέσει έχει κατατεθεί
είναι κατατεθειμένος, -η, -ο
έχουν κατατεθεί
είναι κατατεθειμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα καταθέσει είχαμε καταθέσει είχα κατατεθεί
ήμουν κατατεθειμένος, -η
είχαμε κατατεθεί
ήμαστε κατατεθειμένοι, -ες
είχες καταθέσει είχατε καταθέσει είχες κατατεθεί
ήσουν κατατεθειμένος, -η
είχατε κατατεθεί
ήσαστε κατατεθειμένοι, -ες
είχε καταθέσει είχαν καταθέσει είχε κατατεθεί
ήταν κατατεθειμένος, -η, -ο
είχαν κατατεθεί
ήταν κατατεθειμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα καταθέτω θα καταθέτουμε, θα καταθέτομε θα κατατίθεμαι θα κατατιθέμεθα
θα καταθέτεις θα καταθέτετε θα κατατίθεσαι θα κατατίθεσθε
θα καταθέτει θα καταθέτουν(ε) θα κατατίθεται θα κατατίθενται
Simp
Fut
θα καταθέσω θα καταθέσουμε, θα καταθέσομε θα κατατεθώ θα κατατεθούμε
θα καταθέσεις θα καταθέσετε θα κατατεθείς θα κατατεθείτε
θα καταθέσει θα καταθέσουν(ε) θα κατατεθεί θα κατατεθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω καταθέσει θα έχουμε καταθέσει θα έχω κατατεθεί
θα είμαι κατατεθειμένος, -η
θα έχουμε κατατεθεί
θα είμαστε κατατεθειμένοι, -ες
θα έχεις καταθέσει θα έχετε καταθέσει θα έχεις κατατεθεί
θα είσαι κατατεθειμένος, -η
θα έχετε κατατεθεί
θα είστε κατατεθειμένοι, -ες
θα έχει καταθέσει θα έχουν καταθέσει θα έχει κατατεθεί
θα είναι κατατεθειμένος, -η, -ο
θα έχουν κατατεθεί
θα είναι κατατεθειμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να καταθέτω να καταθέτουμε, να καταθέτομε να κατατίθεμαι να κατατιθέμεθα
να καταθέτεις να καταθέτετε να κατατίθεσαι να κατατίθεσθε
να καταθέτει να καταθέτουν(ε) να κατατίθεται να κατατίθενται
Aorist να καταθέσω να καταθέσουμε, να καταθέσομε να κατατεθώ να κατατεθούμε
να καταθέσεις να καταθέσετε να κατατεθείς να κατατεθείτε
να καταθέσει να καταθέσουν(ε) να κατατεθεί να κατατεθούν(ε)
Perf να έχω καταθέσει να έχουμε καταθέσει να έχω κατατεθεί
να είμαι κατατεθειμένος, -η
να έχουμε κατατεθεί
να είμαστε κατατεθειμένοι, -ες
να έχεις καταθέσει να έχετε καταθέσει να έχεις κατατεθεί
να είσαι κατατεθειμένος, -η
να έχετε κατατεθεί
να είστε κατατεθειμένοι, -ες
να έχει καταθέσει να έχουν καταθέσει να έχει κατατεθεί
να είναι κατατεθειμένος, -η, -ο
να έχουν κατατεθεί
να είναι κατατεθειμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres κατάθετε καταθέτετε κατατίθεσθε
Aorist κατάθεσε καταθέσετε, καταθέστε καταθέσου κατατεθείτε
Part
iciple
Pres καταθέτοντας
Perf έχοντας καταθέσει κατατεθειμένος, -η, -ο κατατεθειμένοι, -ες, -α
Infin Aorist καταθέσει κατατεθεί