ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ
I understand
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
καταλαβαίνω καταλαβαίνουμε, καταλαβαίνομε
καταλαβαίνεις καταλαβαίνετε
καταλαβαίνει καταλαβαίνουν(ε)
Imper
fect
καταλάβαινα καταλαβαίναμε
καταλάβαινες καταλαβαίνατε
καταλάβαινε καταλάβαιναν, καταλαβαίναν(ε)
Aorist κατάλαβα καταλάβαμε
κατάλαβες καταλάβατε
κατάλαβε κατάλαβαν, καταλάβαναν(ε)
Per
fect
έχω καταλάβει έχουμε καταλάβει
έχεις καταλάβει έχετε καταλάβει
έχει καταλάβει έχουν καταλάβει
Plu
per
fect
είχα καταλάβει είχαμε καταλάβει
είχες καταλάβει είχατε καταλάβει
είχε καταλάβει είχαν καταλάβει
Fut
ure
Cont
inuous
θα καταλαβαίνω θα καταλαβαίνουμε, θα καταλαβαίνομε
θα καταλαβαίνεις θα καταλαβαίνετε
θα καταλαβαίνει θα καταλαβαίνουν(ε)
Simp
Fut
θα καταλάβω θα καταλάβουμε, θα καταλάβομε
θα καταλάβεις θα καταλάβετε
θα καταλάβει θα καταλάβουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω καταλάβει θα έχουμε καταλάβει
θα έχεις καταλάβει θα έχετε καταλάβει
θα έχει καταλάβει θα έχουν καταλάβει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να καταλαβαίνω να καταλαβαίνουμε, να καταλαβαίνομε
να καταλαβαίνεις να καταλαβαίνετε
να καταλαβαίνει να καταλαβαίνουν(ε)
Aorist να καταλάβω να καταλάβουμε, να καταλάβομε
να καταλάβεις να καταλάβετε
να καταλάβει να καταλάβουν(ε)
Perf να έχω καταλάβει να έχουμε καταλάβει
να έχεις καταλάβει να έχετε καταλάβει
να έχει καταλάβει να έχουν καταλάβει
Imper
ative
Pres καταλάβαινε καταλαβαίνετε
Aorist κατάλαβε καταλάβετε
Part
iciple
Pres καταλαβαίνοντας
Perf έχοντας καταλάβει
Infin Aorist καταλάβει