| ΚΑΛΛΙΕΡΓΩ I cultivate
 | Active | Passive | 
| Singular | Plural | Singular | Plural | 
| I N
 D
 I
 C
 A
 T
 I
 V
 E
 | Pres ent
 | καλλιεργώ | καλλιεργούμε | καλλιεργούμαι | καλλιεργούμαστε | 
| καλλιεργείς | καλλιεργείτε | καλλιεργείσαι | καλλιεργείστε | 
| καλλιεργεί | καλλιεργούν(ε) | καλλιεργείται | καλλιεργούνται | 
| Imper fect
 | καλλιεργούσα | καλλιεργούσαμε | καλλιεργούμουν | καλλιεργούμαστε | 
| καλλιεργούσες | καλλιεργούσατε |  |  | 
| καλλιεργούσε | καλλιεργούσαν(ε) | καλλιεργούνταν, καλλιεργείτο | καλλιεργούνταν, καλλιεργούντο | 
| Aorist | καλλιέργησα | καλλιεργήσαμε | καλλιεργήθηκα | καλλιεργηθήκαμε | 
| καλλιέργησες | καλλιεργήσατε | καλλιεργήθηκες | καλλιεργηθήκατε | 
| καλλιέργησε | καλλιέργησαν, καλλιεργήσαν(ε) | καλλιεργήθηκε | καλλιεργήθηκαν, καλλιεργηθήκαν(ε) | 
| Perf ect
 | έχω     καλλιεργήσει έχω     καλλιεργημένο
 | έχουμε  καλλιεργήσει έχουμε  καλλιεργημένο
 | έχω     καλλιεργηθεί είμαι   καλλιεργημένος, -η
 | έχουμε  καλλιεργηθεί είμαστε καλλιεργημένοι, -ες
 | 
| έχεις καλλιεργήσει έχεις καλλιεργημένο
 | έχετε καλλιεργήσει έχετε καλλιεργημένο
 | έχεις καλλιεργηθεί είσαι καλλιεργημένος, -η
 | έχετε καλλιεργηθεί είστε καλλιεργημένοι, -ες
 | 
| έχει  καλλιεργήσει έχει  καλλιεργημένο
 | έχουν καλλιεργήσει έχουν καλλιεργημένο
 | έχει  καλλιεργηθεί είναι καλλιεργημένος, -η, -ο
 | έχουν καλλιεργηθεί είναι καλλιεργημένοι, -ές, -α
 | 
| Plu perf
 ect
 | είχα   καλλιεργήσει είχα   καλλιεργημένο
 | είχαμε καλλιεργήσει είχαμε καλλιεργημένο
 | είχα   καλλιεργηθεί ήμουν  καλλιεργημένος, -η
 | είχαμε καλλιεργηθεί ήμαστε καλλιεργημένοι, -ες
 | 
| είχες  καλλιεργήσει είχες  καλλιεργημένο
 | είχατε καλλιεργήσει είχατε καλλιεργημένο
 | είχες  καλλιεργηθεί ήσουν  καλλιεργημένος, -η
 | είχατε καλλιεργηθεί ήσαστε καλλιεργημένοι, -ες
 | 
| είχε  καλλιεργήσει είχε  καλλιεργημένο
 | είχαν καλλιεργήσει είχαν καλλιεργημένο
 | είχε  καλλιεργηθεί ήταν  καλλιεργημένος, -η, -ο
 | είχαν καλλιεργηθεί ήταν  καλλιεργημένοι, -ες, -α
 | 
| Fut ure
 Cont
 inuous
 | θα καλλιεργώ | θα καλλιεργούμε | θα καλλιεργούμαι | θα καλλιεργούμαστε | 
| θα καλλιεργείς | θα καλλιεργείτε | θα καλλιεργείσαι | θα καλλιεργείστε | 
| θα καλλιεργεί | θα καλλιεργούν(ε) | θα καλλιεργείται | θα καλλιεργούνται | 
| Simp Fut
 | θα καλλιεργήσω | θα καλλιεργήσουμε | θα καλλιεργηθώ | θα καλλιεργηθούμε | 
| θα καλλιεργήσεις | θα καλλιεργήσετε | θα καλλιεργηθείς | θα καλλιεργηθείτε | 
| θα καλλιεργήσει | θα καλλιεργήσουν(ε) | θα καλλιεργηθεί | θα καλλιεργηθούν(ε) | 
| Fut Perf
 | θα έχω     καλλιεργήσει θα έχω     καλλιεργημένο
 | θα έχουμε  καλλιεργήσει θα έχουμε  καλλιεργημένο
 | θα έχω     καλλιεργηθεί θα είμαι   καλλιεργημένος, -η
 | θα έχουμε  καλλιεργηθεί θα είμαστε καλλιεργημένοι, -ες
 | 
| θα έχεις καλλιεργήσει θα έχεις καλλιεργημένο
 | θα έχετε καλλιεργήσει θα έχετε καλλιεργημένο
 | θα έχεις καλλιεργηθεί θα είσαι καλλιεργημένος, -η
 | θα έχετε καλλιεργηθεί θα είστε καλλιεργημένοι, -η
 | 
| θα έχει  καλλιεργήσει θα έχει  καλλιεργημένο
 | θα έχουν καλλιεργήσει θα έχουν καλλιεργημένο
 | θα έχει  καλλιεργηθεί θα είναι καλλιεργημένος, -η, -ο
 | θα έχουν καλλιεργηθεί θα είναι καλλιεργημένοι, -ες, -α
 | 
| S U
 B
 J
 U
 N
 C
 T
 I
 V
 E
 | Pres ent
 | να καλλιεργώ | να καλλιεργούμε | να καλλιεργούμαι | να καλλιεργούμαστε | 
| να καλλιεργείς | να καλλιεργείτε | να καλλιεργείσαι | να καλλιεργείστε | 
| να καλλιεργεί | να καλλιεργούν(ε) | να καλλιεργείται | να καλλιεργούνται | 
| Aorist | να καλλιεργήσω | να καλλιεργήσουμε, να καλλιεργήσομε | να καλλιεργηθώ | να καλλιεργηθούμε | 
| να καλλιεργήσεις | να καλλιεργήσετε | να καλλιεργηθείς | να καλλιεργηθείτε | 
| να καλλιεργήσει | να καλλιεργήσουν(ε) | να καλλιεργηθεί | να καλλιεργηθούν(ε) | 
| Perf | να έχω     καλλιεργήσει να έχω     καλλιεργημένο
 | να έχουμε  καλλιεργήσει να έχουμε  καλλιεργημένο
 | να έχω     καλλιεργηθεί να είμαι   καλλιεργημένος, -η
 | να έχουμε  καλλιεργηθεί να είμαστε καλλιεργημένοι, -ες
 | 
| να έχεις καλλιεργήσει να έχεις καλλιεργημένο
 | να έχετε καλλιεργήσει να έχετε καλλιεργημένο
 | να έχεις καλλιεργηθεί να είσαι καλλιεργημένος, -η
 | να έχετε καλλιεργηθεί να είστε καλλιεργημένοι, -ες
 | 
| να έχει  καλλιεργήσει να έχει  καλλιεργημένο
 | να έχουν καλλιεργήσει να έχουν καλλιεργημένο
 | να έχει  καλλιεργηθεί να είναι καλλιεργημένος, -η, -ο
 | να έχουν καλλιεργηθεί να είναι καλλιεργημένοι, -ες, -α
 | 
| Imper ative
 | Pres |  | καλλιεργείτε |  | καλλιεργείστε | 
| Aorist | καλλιέργησε | καλλιεργήστε, καλλιεργήσετε | καλλιεργήσου | καλλιεργηθείτε | 
| Part iciple
 | Pres | καλλιεργώντας |  | 
| Perf | έχοντας καλλιεργήσει, έχοντας καλλιεργημένο | καλλιεργημένος, -η, -ο | καλλιεργημένοι, -ες, -α | 
| Infin | Aorist | καλλιεργήσει | καλλιεργηθεί |