ΙΚΑΝΟΠΟΙΟΥΜΑΙ I satisfy |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
ικανοποιώ |
ικανοποιούμε |
ικανοποιούμαι |
ικανοποιούμαστε |
ικανοποιείς |
ικανοποιείτε |
ικανοποιείσαι |
ικανοποιείστε |
ικανοποιεί |
ικανοποιούν(ε) |
ικανοποιείται |
ικανοποιούνται |
Imper fect |
ικανοποιούσα |
ικανοποιούσαμε |
ικανοποιούμουν |
ικανοποιούμαστε |
ικανοποιούσες |
ικανοποιούσατε |
|
|
ικανοποιούσε |
ικανοποιούσαν(ε) |
ικανοποιούνταν, εικανοποιείτο |
ικανοποιούνταν, εικανοποιούντο |
Aorist |
θεώρησα |
ικανοποιήσαμε |
ικανοποιήθηκα |
ικανοποιηθήκαμε |
θεώρησες |
ικανοποιήσατε |
ικανοποιήθηκες |
ικανοποιηθήκατε |
θεώρησε |
θεώρησαν, ικανοποιήσαν(ε) |
ικανοποιήθηκε |
ικανοποιήθηκαν, ικανοποιηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω ικανοποιήσει
έχω ικανοποιημένο |
έχουμε ικανοποιήσει
έχουμε ικανοποιημένο |
έχω ικανοποιηθεί
είμαι ικανοποιημένος, -η |
έχουμε ικανοποιηθεί
είμαστε ικανοποιημένοι, -ες |
έχεις ικανοποιήσει
έχεις ικανοποιημένο |
έχετε ικανοποιήσει
έχετε ικανοποιημένο |
έχεις ικανοποιηθεί
είσαι ικανοποιημένος, -η |
έχετε ικανοποιηθεί
είστε ικανοποιημένοι, -ες |
έχει ικανοποιήσει
έχει ικανοποιημένο |
έχουν ικανοποιήσει
έχουν ικανοποιημένο |
έχει ικανοποιηθεί
είναι ικανοποιημένος, -η, -ο |
έχουν ικανοποιηθεί
είναι ικανοποιημένοι, -ές, -α |
Plu perf ect |
είχα ικανοποιήσει
είχα ικανοποιημένο |
είχαμε ικανοποιήσει
είχαμε ικανοποιημενο |
είχα ικανοποιηθεί
ήμουν ικανοποιημένος, -η |
είχαμε ικανοποιηθεί
ήμαστε ικανοποιημένοι, -ες |
είχες ικανοποιήσει
είχες ικανοποιημένο |
είχατε ικανοποιήσει
είχατε ικανοποιημένο |
είχες ικανοποιηθεί
ήσουν ικανοποιημένος, -η |
είχατε ικανοποιηθεί
ήσαστε ικανοποιημένοι, -ες |
είχε ικανοποιήσει
είχε ικανοποιημένο |
είχαν ικανοποιήσει
είχαν ικανοποιημένο |
είχε ικανοποιηθεί
ήταν ικανοποιημένος, -η, -ο |
είχαν ικανοποιηθεί
ήταν ικανοποιημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα ικανοποιώ |
θα ικανοποιούμε |
θα ικανοποιούμαι |
θα ικανοποιούμαστε |
θα ικανοποιείς |
θα ικανοποιείτε |
θα ικανοποιείσαι |
θα ικανοποιείστε |
θα ικανοποιεί |
θα ικανοποιούν(ε) |
θα ικανοποιείται |
θα ικανοποιούνται |
Simp Fut |
θα ικανοποιήσω |
θα ικανοποιήσουμε |
θα ικανοποιηθώ |
θα ικανοποιηθούμε |
θα ικανοποιήσεις |
θα ικανοποιήσετε |
θα ικανοποιηθείς |
θα ικανοποιηθείτε |
θα ικανοποιήσει |
θα ικανοποιήσουν(ε) |
θα ικανοποιηθεί |
θα ικανοποιηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω ικανοποιήσει
θα έχω ικανοποιημένο |
θα έχουμε ικανοποιήσει
θα έχουμε ικανοποιημένο |
θα έχω ικανοποιηθεί
θα είμαι ικανοποιημένος, -η |
θα έχουμε ικανοποιηθεί
θα είμαστε ικανοποιημένοι, -ες |
θα έχεις ικανοποιήσει
θα έχεις ικανοποιημένο |
θα έχετε ικανοποιήσει
θα έχετε ικανοποιημένο |
θα έχεις ικανοποιηθεί
θα είσαι ικανοποιημένος, -η |
θα έχετε ικανοποιηθεί
θα είστε ικανοποιημένοι, -η |
θα έχει ικανοποιήσει
θα έχει ικανοποιημένο |
θα έχουν ικανοποιήσει
θα έχουν ικανοποιημένο |
θα έχει ικανοποιηθεί
θα είναι ικανοποιημένος, -η, -ο |
θα έχουν ικανοποιηθεί
θα είναι ικανοποιημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να ικανοποιώ |
να ικανοποιούμε |
να ικανοποιούμαι |
να ικανοποιούμαστε |
να ικανοποιείς |
να ικανοποιείτε |
να ικανοποιείσαι |
να ικανοποιείστε |
να ικανοποιεί |
να ικανοποιούν(ε) |
να ικανοποιείται |
να ικανοποιούνται |
Aorist |
να ικανοποιήσω |
να ικανοποιήσουμε, να ικανοποιήσομε |
να ικανοποιηθώ |
να ικανοποιηθούμε |
να ικανοποιήσεις |
να ικανοποιήσετε |
να ικανοποιηθείς |
να ικανοποιηθείτε |
να ικανοποιήσει |
να ικανοποιήσουν(ε) |
να ικανοποιηθεί |
να ικανοποιηθούν(ε) |
Perf |
να έχω ικανοποιήσει
να έχω ικανοποιημένο |
να έχουμε ικανοποιήσει
να έχουμε ικανοποιημένο |
να έχω ικανοποιηθεί
να είμαι ικανοποιημένος, -η |
να έχουμε ικανοποιηθεί
να είμαστε ικανοποιημενοι, -ες |
να έχεις ικανοποιήσει
να έχεις ικανοποιημένο |
να έχετε ικανοποιήσει
να έχετε ικανοποιημένο |
να έχεις ικανοποιηθεί
να είσαι ικανοποιημένος, -η |
να έχετε ικανοποιηθεί
να είστε ικανοποιημένοι, -ες |
να έχει ικανοποιήσει
να έχει ικανοποιημένο |
να έχουν ικανοποιήσει
να έχουν ικανοποιημένο |
να έχει ικανοποιηθεί
να είναι ικανοποιημένος, -η, -ο |
να έχουν ικανοποιηθεί
να είναι ικανοποιημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
|
ικανοποιείτε |
|
ικανοποιείστε |
Aorist |
θεώρησε |
ικανοποιήστε, ικανοποιήσετε |
ικανοποιήσου |
ικανοποιηθείτε |
Part iciple |
Pres |
ικανοποιώντας |
|
|
Perf |
έχοντας ικανοποιήσει, έχοντας ικανοποιημένο |
ικανοποιημένος, -η, -ο |
ικανοποιημένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
ικανοποιήσει |
ικανοποιηθεί |