ΓΔΥΝΩ
I undress
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
γδύνω γδύνουμε, γδύνομε γδύνομαι γδυνόμαστε
γδύνεις γδύνετε γδύνεσαι γδύνεστε, γδυνόσαστε
γδύνει γδύνουν(ε) γδύνεται γδύνονται
Imper
fect
έγδυνα γδύναμε γδυνόμουν(α) γδυνόμαστε, γδυνόμασταν
έγδυνες γδύνατε γδυνόσουν(α) γδυνόσαστε, γδυνόσασταν
έγδυνε έγδυναν, γδύναν(ε) γδυνόταν(ε) γδύνονταν, γδυνόντανε, γδυνόντουσαν
Aorist έγδυσα γδύσαμε γδύθηκα γδυθήκαμε
έγδυσες γδύσατε γδύθηκες γδυθήκατε
έγδυσε έγδυσαν, γδύσαν(ε) γδύθηκε γδύθηκαν, γδυθήκαν(ε)
Per
fect
έχω γδύσει
έχω γδυμένο
έχουμε γδύσει
έχουμε γδυμένο
έχω γδυθεί
είμαι γδυμένος, -η
έχουμε γδυθεί
είμαστε γδυμένοι, -ες
έχεις γδύσει
έχεις γδυμένο
έχετε γδύσει
έχετε γδυμένο
έχεις γδυθεί
είσαι γδυμένος, -η
έχετε γδυθεί
είστε γδυμένοι, -ες
έχει γδύσει
έχει γδυμένο
έχουν γδύσει
έχουν γδυμένο
έχει γδυθεί
είναι γδυμένος, -η, -ο
έχουν γδυθεί
είναι γδυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα γδύσει
είχα γδυμένο
είχαμε γδύσει
είχαμε γδυμένο
είχα γδυθεί
ήμουν γδυμένος, -η
είχαμε γδυθεί
ήμαστε γδυμένοι, -ες
είχες γδύσει
είχες γδυμένο
είχατε γδύσει
είχατε γδυμένο
είχες γδυθεί
ήσουν γδυμένος, -η
είχατε γδυθεί
ήσαστε γδυμένοι, -ες
είχε γδύσει
είχε γδυμένο
είχαν γδύσει
είχαν γδυμένο
είχε γδυθεί
ήταν γδυμένος, -η, -ο
είχαν γδυθεί
ήταν γδυμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα γδύνω θα γδύνουμε, θα γδύνομε θα γδύνομαι θα γδυνόμαστε
θα γδύνεις θα γδύνετε θα γδύνεσαι θα γδύνεστε, θα γδυνόσαστε
θα γδύνει θα γδύνουν(ε) θα γδύνεται θα γδύνονται
Simp
Fut
θα γδύσω θα γδύσουμε, θα γδύσομε θα γδυθώ θα γδυθούμε
θα γδύσεις θα γδύσετε θα γδυθείς θα γδυθείτε
θα γδύσει θα γδύσουν(ε) θα γδυθεί θα γδυθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω γδύσει
θα έχω γδυμένο
θα έχουμε γδύσει
θα έχουμε γδυμένο
θα έχω γδυθεί
θα είμαι γδυμένος, -η
θα έχουμε γδυθεί
θα είμαστε γδυμένοι, -ες
θα έχεις γδύσει
θα έχεις γδυμένο
θα έχετε γδύσει
θα έχετε γδυμένο
θα έχεις γδυθεί
θα είσαι γδυμένος, -η
θα έχετε γδυθεί
θα είστε γδυμένοι, -ες
θα έχει γδύσει
θα έχει γδυμένο
θα έχουν γδύσει
θα έχουν γδυμένο
θα έχει γδυθεί
θα είναι γδυμένος, -η, -ο
θα έχουν γδυθεί
θα είναι γδυμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να γδύνω να γδύνουμε, να γδύνομε να γδύνομαι να γδυνόμαστε
να γδύνεις να γδύνετε να γδύνεσαι να γδύνεστε, να γδυνόσαστε
να γδύνει να γδύνουν(ε) να γδύνεται να γδύνονται
Aorist να γδύσω να γδύσουμε, να γδύσομε να γδυθώ να γδυθούμε
να γδύσεις να γδύσετε να γδυθείς να γδυθείτε
να γδύσει να γδύσουν(ε) να γδυθεί να γδυθούν(ε)
Perf να έχω γδύσει
να έχω γδυμένο
να έχουμε γδύσει
να έχουμε γδυμένο
να έχω γδυθεί
να είμαι γδυμένος, -η
να έχουμε γδυθεί
να είμαστε γδυμένοι, -ες
να έχεις γδύσει
να έχεις γδυμένο
να έχετε γδύσει
να έχετε γδυμένο
να έχεις γδυθεί
να είσαι γδυμένος, -η
να έχετε γδυθεί
να είστε γδυμένοι, -ες
να έχει γδύσει
να έχει γδυμένο
να έχουν γδύσει
να έχουν γδυμένο
να έχει γδυθεί
να είναι γδυμένος, -η, -ο
να έχουν γδυθεί
να είναι γδυμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres γδύνε γδύνετε γδύνεστε
Aorist γδύσε γδύσετε, γδύστε γδύσου γδυθείτε
Part
iciple
Pres γδύνοντας
Perf έχοντας γδύσει, έχοντας γδυμένο γδυμένος, -η, -ο γδυμένοι, -ες, -α
Infin Aorist γδύσει γδυθεί