ΓΑΡΝΙΡΩ I garnish |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
γαρνίρω |
γαρνίρουμε, γαρνίρομε |
γαρνίρομαι |
γαρνιριζόμαστε |
| γαρνίρεις |
γαρνίρετε |
γαρνίρεσαι |
γαρνίρεστε, γαρνιριζόσαστε |
| γαρνίρει |
γαρνίρουν(ε) |
γαρνίρεται |
γαρνίρονται |
Imper fect |
γαρνίριζα, γάρνιρα |
γαρνίραμε |
γαρνιριζόμουν(α) |
γαρνιριζόμαστε, γαρνιριζόμασταν |
| γαρνίριζες, γάρνιρες |
γαρνίρατε |
γαρνιριζόσουν(α) |
γαρνιριζόσαστε, γαρνιριζόσασταν |
| γαρνίριζε, γάρνιρε |
γαρνίριζαν, γαρνίραν(ε) |
γαρνιριζόταν(ε) |
γαρνίρονταν, γαρνιριζόντανε, γαρνιριζόντουσαν |
| Aorist |
γαρνίρισα |
γαρνίραμε |
γαρνιρίστηκα |
γαρνιριστήκαμε |
| γαρνίρισες |
γαρνίρατε |
γαρνιρίστηκες |
γαρνιριστήκατε |
| γαρνίρισε |
γαρνίρισαν, γαρνίραν(ε) |
γαρνιρίστηκε |
γαρνιρίστηκαν, γαρνιριστήκαν(ε) |
Per fect |
έχω γαρνίρει
έχω γαρνιρισμένο |
έχουμε γαρνίρει
έχουμε γαρνιρισμένο |
έχω γαρνιριστεί
είμαι γαρνιρισμένος, -η |
έχουμε γαρνιριστεί
είμαστε γαρνιρισμένοι, -ες |
έχεις γαρνίρει
έχεις γαρνιρισμένο |
έχετε γαρνίρει
έχετε γαρνιρισμένο |
έχεις γαρνιριστεί
είσαι γαρνιρισμένος, -η |
έχετε γαρνιριστεί
είστε γαρνιρισμένοι, -ες |
έχει γαρνίρει
έχει γαρνιρισμένο |
έχουν γαρνίρει
έχουν γαρνιρισμένο |
έχει γαρνιριστεί
είναι γαρνιρισμένος, -η, -ο |
έχουν γαρνιριστεί
είναι γαρνιρισμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα γαρνίρει
είχα γαρνιρισμένο |
είχαμε γαρνίρει
είχαμε γαρνιρισμένο |
είχα γαρνιριστεί
ήμουν γαρνιρισμένος, -η |
είχαμε γαρνιριστεί
ήμαστε γαρνιρισμένοι, -ες |
είχες γαρνίρει
είχες γαρνιρισμένο |
είχατε γαρνίρει
είχατε γαρνιρισμένο |
είχες γαρνιριστεί
ήσουν γαρνιρισμένος, -η |
είχατε γαρνιριστεί
ήσαστε γαρνιρισμένοι, -ες |
είχε γαρνίρει
είχε γαρνιρισμένο |
είχαν γαρνίρει
είχαν γαρνιρισμένο |
είχε γαρνιριστεί
ήταν γαρνιρισμένος, -η, -ο |
είχαν γαρνιριστεί
ήταν γαρνιρισμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα γαρνίρω |
θα γαρνίρουμε, θα γαρνίρομε |
θα γαρνίρομαι |
θα γαρνιριζόμαστε |
| θα γαρνίρεις |
θα γαρνίρετε |
θα γαρνίρεσαι |
θα γαρνίρεστε, θα γαρνιριζόσαστε |
| θα γαρνίρει |
θα γαρνίρουν(ε) |
θα γαρνίρεται |
θα γαρνίρονται |
Simp Fut |
θα γαρνίρω |
θα γαρνίρουμε, θα γαρνίρομε |
θα γαρνιριστώ |
θα γαρνιριστούμε |
| θα γαρνίρεις |
θα γαρνίρετε |
θα γαρνιριστείς |
θα γαρνιριστείτε |
| θα γαρνίρει |
θα γαρνίρουν(ε) |
θα γαρνιριστεί |
θα γαρνιριστούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω γαρνίρει
θα έχω γαρνιρισμένο |
θα έχουμε γαρνίρει
θα έχουμε γαρνιρισμένο |
θα έχω γαρνιριστεί
θα είμαι γαρνιρισμένος, -η |
θα έχουμε γαρνιριστεί
θα είμαστε γαρνιρισμένοι, -ες |
θα έχεις γαρνίρει
θα έχεις γαρνιρισμένο |
θα έχετε γαρνίρει
θα έχετε γαρνιρισμένο |
θα έχεις γαρνιριστεί
θα είσαι γαρνιρισμένος, -η |
θα έχετε γαρνιριστεί
θα είστε γαρνιρισμένοι, -ες |
θα έχει γαρνίρει
θα έχει γαρνιρισμένο |
θα έχουν γαρνίρει
θα έχουν γαρνιρισμένο |
θα έχει γαρνιριστεί
θα είναι γαρνιρισμένος, -η, -ο |
θα έχουν γαρνιριστεί
θα είναι γαρνιρισμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να γαρνίρω |
να γαρνίρουμε, να γαρνίρομε |
να γαρνίρομαι |
να γαρνιριζόμαστε |
| να γαρνίρεις |
να γαρνίρετε |
να γαρνίρεσαι |
να γαρνίρεστε, να γαρνιριζόσαστε |
| να γαρνίρει |
να γαρνίρουν(ε) |
να γαρνίρεται |
να γαρνίρονται |
| Aorist |
να γαρνίρω |
να γαρνίρουμε, να γαρνίρομε |
να γαρνιριστώ |
να γαρνιριστούμε |
| να γαρνίρεις |
να γαρνίρετε |
να γαρνιριστείς |
να γαρνιριστείτε |
| να γαρνίρει |
να γαρνίρουν(ε) |
να γαρνιριστεί |
να γαρνιριστούν(ε) |
| Perf |
να έχω γαρνίρει
να έχω γαρνιρισμένο |
να έχουμε γαρνίρει
να έχουμε γαρνιρισμένο |
να έχω γαρνιριστεί
να είμαι γαρνιρισμένος, -η |
να έχουμε γαρνιριστεί
να είμαστε γαρνιρισμένοι, -ες |
να έχεις γαρνίρει
να έχεις γαρνιρισμένο |
να έχετε γαρνίρει
να έχετε γαρνιρισμένο |
να έχεις γαρνιριστεί
να είσαι γαρνιρισμένος, -η |
να έχετε γαρνιριστεί
να είστε γαρνιρισμένοι, -ες |
να έχει γαρνίρει
να έχει γαρνιρισμένο |
να έχουν γαρνίρει
να έχουν γαρνιρισμένο |
να έχει γαρνιριστεί
να είναι γαρνιρισμένος, -η, -ο |
να έχουν γαρνιριστεί
να είναι γαρνιρισμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
γάρνιρε, γαρνίριζε |
γαρνίρετε |
|
γαρνίρεστε |
| Aorist |
γάρνιρε, γαρνίρισε |
γαρνίρετε |
(γαρνιρίσου) |
γαρνιριστείτε |
Part iciple |
Pres |
γαρνίροντας |
|
| Perf |
έχοντας γαρνίρει, έχοντας γαρνιρισμένο |
γαρνιρισμένος, -η, -ο |
γαρνιρισμένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
γαρνίρει |
γαρνιριστεί |