ΦΥΤΕΥΩ
I plant
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
φυτεύω φυτεύουμε, φυτεύομε φυτεύομαι φυτευόμαστε
φυτεύεις φυτεύετε φυτεύεσαι φυτεύεστε, φυτευόσαστε
φυτεύει φυτεύουν(ε) φυτεύεται φυτεύονται
Imper
fect
φύτευα φυτεύαμε φυτευόμουν(α) φυτευόμαστε, φυτευόμασταν
φύτευες φυτεύατε φυτευόσουν(α) φυτευόσαστε, φυτευόσασταν
φύτευε φύτευαν, φυτεύαν(ε) φυτευόταν(ε) φυτεύονταν, φυτευόντανε, φυτευόντουσαν
Aorist φύτεψα φυτέψαμε φυτεύτηκα φυτευτήκαμε
φύτεψες φυτέψατε φυτεύτηκες φυτευτήκατε
φύτεψε φύτεψαν, φυτέψαν(ε) φυτεύτηκε φυτεύτηκαν, φυτευτήκαν(ε)
Per
fect
έχω φυτέψει
έχω φυτεμένο
έχουμε φυτέψει
έχουμε φυτεμένο
έχω φυτευτεί
είμαι φυτεμένος, -η
έχουμε φυτευτεί
είμαστε φυτεμένοι, -ες
έχεις φυτέψει
έχεις φυτεμένο
έχετε φυτέψει
έχετε φυτεμένο
έχεις φυτευτεί
είσαι φυτεμένος, -η
έχετε φυτευτεί
είστε φυτεμένοι, -ες
έχει φυτέψει
έχει φυτεμένο
έχουν φυτέψει
έχουν φυτεμένο
έχει φυτευτεί
είναι φυτεμένος, -η, -ο
έχουν φυτευτεί
είναι φυτεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα φυτέψει
είχα φυτεμένο
είχαμε φυτέψει
είχαμε φυτεμένο
είχα φυτευτεί
ήμουν φυτεμένος, -η
είχαμε φυτευτεί
ήμαστε φυτεμένοι, -ες
είχες φυτέψει
είχες φυτεμένο
είχατε φυτέψει
είχατε φυτεμένο
είχες φυτευτεί
ήσουν φυτεμένος, -η
είχατε φυτευτεί
ήσαστε φυτεμένοι, -ες
είχε φυτέψει
είχε φυτεμένο
είχαν φυτέψει
είχαν φυτεμένο
είχε φυτευτεί
ήταν φυτεμένος, -η, -ο
είχαν φυτευτεί
ήταν φυτεμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα φυτεύω θα φυτεύουμε, θα φυτεύομε θα φυτεύομαι θα φυτευόμαστε
θα φυτεύεις θα φυτεύετε θα φυτεύεσαι θα φυτεύεστε, θα φυτευόσαστε
θα φυτεύει θα φυτεύουν(ε) θα φυτεύεται θα φυτεύονται
Simp
Fut
θα φυτέψω θα φυτέψουμε, θα φυτέψομε θα φυτευτώ θα φυτευτούμε
θα φυτέψεις θα φυτέψετε θα φυτευτείς θα φυτευτείτε
θα φυτέψει θα φυτέψουν(ε) θα φυτευτεί θα φυτευτούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω φυτέψει
θα έχω φυτεμένο
θα έχουμε φυτέψει
θα έχουμε φυτεμένο
θα έχω φυτευτεί
θα είμαι φυτεμένος, -η
θα έχουμε φυτευτεί
θα είμαστε φυτεμένοι, -ες
θα έχεις φυτέψει
θα έχεις φυτεμένο
θα έχετε φυτέψει
θα έχετε φυτεμένο
θα έχεις φυτευτεί
θα είσαι φυτεμένος, -η
θα έχετε φυτευτεί
θα είστε φυτεμένοι, -ες
θα έχει φυτέψει
θα έχει φυτεμένο
θα έχουν φυτέψει
θα έχουν φυτεμένο
θα έχει φυτευτεί
θα είναι φυτεμένος, -η, -ο
θα έχουν φυτευτεί
θα είναι φυτεμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να φυτεύω να φυτεύουμε, να φυτεύομε να φυτεύομαι να φυτευόμαστε
να φυτεύεις να φυτεύετε να φυτεύεσαι να φυτεύεστε, να φυτευόσαστε
να φυτεύει να φυτεύουν(ε) να φυτεύεται να φυτεύονται
Aorist να φυτέψω να φυτέψουμε, να φυτέψομε να φυτευτώ να φυτευτούμε
να φυτέψεις να φυτέψετε να φυτευτείς να φυτευτείτε
να φυτέψει να φυτέψουν(ε) να φυτευτεί να φυτευτούν(ε)
Perf να έχω φυτέψει
να έχω φυτεμένο
να έχουμε φυτέψει
να έχουμε φυτεμένο
να έχω φυτευτεί
να είμαι φυτεμένος, -η
να έχουμε φυτευτεί
να είμαστε φυτεμένοι, -ες
να έχεις φυτέψει
να έχεις φυτεμένο
να έχετε φυτέψει
να έχετε φυτεμένο
να έχεις φυτευτεί
να είσαι φυτεμένος, -η
να έχετε φυτευτεί
να είστε φυτεμένοι, -ες
να έχει φυτέψει
να έχει φυτεμένο
να έχουν φυτέψει
να έχουν φυτεμένο
να έχει φυτευτεί
να είναι φυτεμένος, -η, -ο
να έχουν φυτευτεί
να είναι φυτεμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres φύτευε φυτεύετε φυτεύεστε
Aorist φύτεψε φυτέψτε, φυτεύτε φυτέψου φυτευτείτε
Part
iciple
Pres φυτεύοντας
Perf έχοντας φυτέψει, έχοντας φυτεμένο φυτεμένος, -η, -ο φυτεμένοι, -ες, -α
Infin Aorist φυτέψει φυτευτεί