ΦΥΣΩ
I blow
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
φυσάω, φυσώ φυσάμε, φυσούμε
φυσάς φυσάτε
φυσάει, φυσά φυσάν(ε), φυσούν(ε)
Imper
fect
φυσούσα, φύσαγα φυσούσαμε, φυσάγαμε
φυσούσες, φύσαγες φυσούσατε, φυσάγατε
φυσούσε, φύσαγε φυσούσαν(ε), φύσαγαν, φυσάγανε
Aorist φύσηξα φυσήξαμε
φύσηξες φυσήξατε
φύσηξε φύσηξαν, φυσήξαν(ε)
Perf
ect
έχω φυσήξει έχουμε φυσήξει
έχεις φυσήξει έχετε φυσήξει
έχει φυσήξει έχουν φυσήξει
Plu
perf
ect
είχα φυσήξει είχαμε φυσήξει
είχες φυσήξει είχατε φυσήξει
είχε φυσήξει είχαν φυσήξει
Fut
ure
Cont
inuous
θα φυσάω, θα φυσώ θα φυσάμε, θα φυσούμε
θα φυσάς θα φυσάτε
θα φυσάει, θα φυσά θα φυσάν(ε), θα φυσούν(ε)
Simp
Fut
θα φυσήξω θα φυσήξουμε, θα φυσήξομε
θα φυσήξεις θα φυσήξετε
θα φυσήξει θα φυσήξουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω φυσήξει θα έχουμε φυσήξει
θα έχεις φυσήξει θα έχετε φυσήξει
θα έχει φυσήξει θα έχουν φυσήξει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να φυσάω, να φυσώ να φυσάμε, να φυσούμε
να φυσάς να φυσάτε
να φυσάει, να φυσά να φυσάν(ε), να φυσούν(ε)
Aorist να φυσήξω να φυσήξουμε, να φυσήξομε
να φυσήξεις να φυσήξετε
να φυσήξει να φυσήξουν(ε)
Perf να έχω φυσήξει να έχουμε φυσήξει
να έχεις φυσήξει να έχετε φυσήξει
να έχει φυσήξει να έχουν φυσήξει
Imper
ative
Pres φύσα, φύσαγε φυσάτε
Aorist φύσηξε, φύσα φυσήξτε, φυσήχτε
Part
iciple
Pres φυσώντας
Perf έχοντας φυσήξει
Infin Aorist φυσήξει