ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΩ
I communicate
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
επικοινωνώ επικοινωνούμε
επικοινωνείς επικοινωνείτε
επικοινωνεί επικοινωνούν(ε)
Imper
fect
επικοινωνούσα επικοινωνούσαμε
επικοινωνούσες επικοινωνούσατε
επικοινωνούσε επικοινωνούσαν(ε)
Aorist επικοινώνησα επικοινωνήσαμε
επικοινώνησες επικοινωνήσατε
επικοινώνησε επικοινώνησαν, επικοινωνήσαν(ε)
Perf
ect
έχω επικοινωνήσει έχουμε επικοινωνήσει
έχεις επικοινωνήσει έχετε επικοινωνήσει
έχει επικοινωνήσει έχουν επικοινωνήσει
Plu
perf
ect
είχα επικοινωνήσει είχαμε επικοινωνήσει
είχες επικοινωνήσει είχατε επικοινωνήσει
είχε επικοινωνήσει είχαν επικοινωνήσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα επικοινωνώ θα επικοινωνούμε
θα επικοινωνείς θα επικοινωνείτε
θα επικοινωνεί θα επικοινωνούν(ε)
Simp
Fut
θα επικοινωνήσω θα επικοινωνήσουμε
θα επικοινωνήσεις θα επικοινωνήσετε
θα επικοινωνήσει θα επικοινωνήσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω επικοινωνήσει θα έχουμε επικοινωνήσει
θα έχεις επικοινωνήσει θα έχετε επικοινωνήσει
θα έχει επικοινωνήσει θα έχουν επικοινωνήσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να επικοινωνώ να επικοινωνούμε
να επικοινωνείς να επικοινωνείτε
να επικοινωνεί να επικοινωνούν(ε)
Aorist να επικοινωνήσω να επικοινωνήσουμε, να επικοινωνήσομε
να επικοινωνήσεις να επικοινωνήσετε
να επικοινωνήσει να επικοινωνήσουν(ε)
Perf να έχω επικοινωνήσει να έχουμε επικοινωνήσει
να έχεις επικοινωνήσει να έχετε επικοινωνήσει
να έχει επικοινωνήσει να έχουν επικοινωνήσει
Imper
ative
Pres επικοινωνείτε
Aorist επικοινώνησε επικοινωνήστε, επικοινωνήσετε
Part
iciple
Pres επικοινωνώντας
Perf έχοντας επικοινωνήσει
Infin Aorist επικοινωνήσει