| ΕΝΟΧΛΩ I annoy
 | Active | Passive | 
| Singular | Plural | Singular | Plural | 
| I N
 D
 I
 C
 A
 T
 I
 V
 E
 | Pres ent
 | ενοχλώ | ενοχλούμε | ενοχλούμαι | ενοχλούμαστε | 
| ενοχλείς | ενοχλείτε | ενοχλείσαι | ενοχλείστε | 
| ενοχλεί | ενοχλούν(ε) | ενοχλείται | ενοχλούνται | 
| Imper fect
 | ενοχλούσα | ενοχλούσαμε | ενοχλούμουν | ενοχλούμαστε | 
| ενοχλούσες | ενοχλούσατε |  |  | 
| ενοχλούσε | ενοχλούσαν(ε) | ενοχλούνταν, ενοχλείτο | ενοχλούνταν, ενοχλούντο | 
| Aorist | ενόχλησα | ενοχλήσαμε | ενοχλήθηκα | ενοχληθήκαμε | 
| ενόχλησες | ενοχλήσατε | ενοχλήθηκες | ενοχληθήκατε | 
| ενόχλησε | ενόχλησαν, ενοχλήσαν(ε) | ενοχλήθηκε | ενοχλήθηκαν, ενοχληθήκαν(ε) | 
| Perf ect
 | έχω     ενοχλήσει έχω     ενοχλημένο
 | έχουμε  ενοχλήσει έχουμε  ενοχλημένο
 | έχω     ενοχληθεί είμαι   ενοχλημένος, -η
 | έχουμε  ενοχληθεί είμαστε ενοχλημένοι, -ες
 | 
| έχεις ενοχλήσει έχεις ενοχλημένο
 | έχετε ενοχλήσει έχετε ενοχλημένο
 | έχεις ενοχληθεί είσαι ενοχλημένος, -η
 | έχετε ενοχληθεί είστε ενοχλημένοι, -ες
 | 
| έχει  ενοχλήσει έχει  ενοχλημένο
 | έχουν ενοχλήσει έχουν ενοχλημένο
 | έχει  ενοχληθεί είναι ενοχλημένος, -η, -ο
 | έχουν ενοχληθεί είναι ενοχλημένοι, -ές, -α
 | 
| Plu perf
 ect
 | είχα   ενοχλήσει είχα   ενοχλημένο
 | είχαμε ενοχλήσει είχαμε ενοχλημένο
 | είχα   ενοχληθεί ήμουν  ενοχλημένος, -η
 | είχαμε ενοχληθεί ήμαστε ενοχλημένοι, -ες
 | 
| είχες  ενοχλήσει είχες  ενοχλημένο
 | είχατε ενοχλήσει είχατε ενοχλημένο
 | είχες  ενοχληθεί ήσουν  ενοχλημένος, -η
 | είχατε ενοχληθεί ήσαστε ενοχλημένοι, -ες
 | 
| είχε  ενοχλήσει είχε  ενοχλημένο
 | είχαν ενοχλήσει είχαν ενοχλημένο
 | είχε  ενοχληθεί ήταν  ενοχλημένος, -η, -ο
 | είχαν ενοχληθεί ήταν  ενοχλημένοι, -ες, -α
 | 
| Fut ure
 Cont
 inuous
 | θα ενοχλώ | θα ενοχλούμε | θα ενοχλούμαι | θα ενοχλούμαστε | 
| θα ενοχλείς | θα ενοχλείτε | θα ενοχλείσαι | θα ενοχλείστε | 
| θα ενοχλεί | θα ενοχλούν(ε) | θα ενοχλείται | θα ενοχλούνται | 
| Simp Fut
 | θα ενοχλήσω | θα ενοχλήσουμε | θα ενοχληθώ | θα ενοχληθούμε | 
| θα ενοχλήσεις | θα ενοχλήσετε | θα ενοχληθείς | θα ενοχληθείτε | 
| θα ενοχλήσει | θα ενοχλήσουν(ε) | θα ενοχληθεί | θα ενοχληθούν(ε) | 
| Fut Perf
 | θα έχω     ενοχλήσει θα έχω     ενοχλημένο
 | θα έχουμε  ενοχλήσει θα έχουμε  ενοχλημένο
 | θα έχω     ενοχληθεί θα είμαι   ενοχλημένος, -η
 | θα έχουμε  ενοχληθεί θα είμαστε ενοχλημένοι, -ες
 | 
| θα έχεις ενοχλήσει θα έχεις ενοχλημένο
 | θα έχετε ενοχλήσει θα έχετε ενοχλημένο
 | θα έχεις ενοχληθεί θα είσαι ενοχλημένος, -η
 | θα έχετε ενοχληθεί θα είστε ενοχλημένοι, -η
 | 
| θα έχει  ενοχλήσει θα έχει  ενοχλημένο
 | θα έχουν ενοχλήσει θα έχουν ενοχλημένο
 | θα έχει  ενοχληθεί θα είναι ενοχλημένος, -η, -ο
 | θα έχουν ενοχληθεί θα είναι ενοχλημένοι, -ες, -α
 | 
| S U
 B
 J
 U
 N
 C
 T
 I
 V
 E
 | Pres ent
 | να ενοχλώ | να ενοχλούμε | να ενοχλούμαι | να ενοχλούμαστε | 
| να ενοχλείς | να ενοχλείτε | να ενοχλείσαι | να ενοχλείστε | 
| να ενοχλεί | να ενοχλούν(ε) | να ενοχλείται | να ενοχλούνται | 
| Aorist | να ενοχλήσω | να ενοχλήσουμε, να ενοχλήσομε | να ενοχληθώ | να ενοχληθούμε | 
| να ενοχλήσεις | να ενοχλήσετε | να ενοχληθείς | να ενοχληθείτε | 
| να ενοχλήσει | να ενοχλήσουν(ε) | να ενοχληθεί | να ενοχληθούν(ε) | 
| Perf | να έχω     ενοχλήσει να έχω     ενοχλημένο
 | να έχουμε  ενοχλήσει να έχουμε  ενοχλημένο
 | να έχω     ενοχληθεί να είμαι   ενοχλημένος, -η
 | να έχουμε  ενοχληθεί να είμαστε ενοχλημένοι, -ες
 | 
| να έχεις ενοχλήσει να έχεις ενοχλημένο
 | να έχετε ενοχλήσει να έχετε ενοχλημένο
 | να έχεις ενοχληθεί να είσαι ενοχλημένος, -η
 | να έχετε ενοχληθεί να είστε ενοχλημένοι, -ες
 | 
| να έχει  ενοχλήσει να έχει  ενοχλημένο
 | να έχουν ενοχλήσει να έχουν ενοχλημένο
 | να έχει  ενοχληθεί να είναι ενοχλημένος, -η, -ο
 | να έχουν ενοχληθεί να είναι ενοχλημένοι, -ες, -α
 | 
| Imper ative
 | Pres |  | ενοχλείτε |  | ενοχλείστε | 
| Aorist | ενόχλησε | ενοχλήστε, ενοχλήσετε | ενοχλήσου | ενοχληθείτε | 
| Part iciple
 | Pres | ενοχλώντας |  | 
| Perf | έχοντας ενοχλήσει, έχοντας ενοχλημένο | ενοχλημένος, -η, -ο | ενοχλημένοι, -ες, -α | 
| Infin | Aorist | ενοχλήσει | ενοχληθεί |