ΕΚΘΕΤΩ
I expose
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
εκθέτω εκθέτουμε, εκθέτομε εκτίθεμαι εκτιθέμεθα
εκθέτεις εκθέτετε εκτίθεσαι εκτίθεσθε
εκθέτει εκθέτουν(ε) εκτίθεται εκτίθενται
Imper
fect
εξέθετα εκθέταμε
εξέθετες εκθέτατε
εξέθετε εξέθεταν, εκθέταν(ε) εξετίθετο εξετίθεντο
Aorist εξέθεσα εκθέσαμε εκτέθηκα εκτεθήκαμε
εξέθεσες εκθέσατε εκτέθηκες εκτεθήκατε
εξέθεσε εξέθεσαν, εκθέσαν(ε) εκτέθηκε εκτέθηκαν, εκτεθήκαν(ε)
Per
fect
έχω εκθέσει έχουμε εκθέσει έχω εκτεθεί
είμαι εκτεθειμένος, -η
έχουμε εκτεθεί
είμαστε εκτεθειμένοι, -ες
έχεις εκθέσει έχετε εκθέσει έχεις εκτεθεί
είσαι εκτεθειμένος, -η
έχετε εκτεθεί
είστε εκτεθειμένοι, -ες
έχει εκθέσει έχουν εκθέσει έχει εκτεθεί
είναι εκτεθειμένος, -η, -ο
έχουν εκτεθεί
είναι εκτεθειμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα εκθέσει είχαμε εκθέσει είχα εκτεθεί
ήμουν εκτεθειμένος, -η
είχαμε εκτεθεί
ήμαστε εκτεθειμένοι, -ες
είχες εκθέσει είχατε εκθέσει είχες εκτεθεί
ήσουν εκτεθειμένος, -η
είχατε εκτεθεί
ήσαστε εκτεθειμένοι, -ες
είχε εκθέσει είχαν εκθέσει είχε εκτεθεί
ήταν εκτεθειμένος, -η, -ο
είχαν εκτεθεί
ήταν εκτεθειμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα εκθέτω θα εκθέτουμε, θα εκθέτομε θα εκτίθεμαι θα εκτιθέμεθα
θα εκθέτεις θα εκθέτετε θα εκτίθεσαι θα εκτίθεσθε
θα εκθέτει θα εκθέτουν(ε) θα εκτίθεται θα εκτίθενται
Simp
Fut
θα εκθέσω θα εκθέσουμε, θα εκθέσομε θα εκτεθώ θα εκτεθούμε
θα εκθέσεις θα εκθέσετε θα εκτεθείς θα εκτεθείτε
θα εκθέσει θα εκθέσουν(ε) θα εκτεθεί θα εκτεθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω εκθέσει θα έχουμε εκθέσει θα έχω εκτεθεί
θα είμαι εκτεθειμένος, -η
θα έχουμε εκτεθεί
θα είμαστε εκτεθειμένοι, -ες
θα έχεις εκθέσει θα έχετε εκθέσει θα έχεις εκτεθεί
θα είσαι εκτεθειμένος, -η
θα έχετε εκτεθεί
θα είστε εκτεθειμένοι, -ες
θα έχει εκθέσει θα έχουν εκθέσει θα έχει εκτεθεί
θα είναι εκτεθειμένος, -η, -ο
θα έχουν εκτεθεί
θα είναι εκτεθειμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να εκθέτω να εκθέτουμε, να εκθέτομε να εκτίθεμαι να εκτιθέμεθα
να εκθέτεις να εκθέτετε να εκτίθεσαι να εκτίθεσθε
να εκθέτει να εκθέτουν(ε) να εκτίθεται να εκτίθενται
Aorist να εκθέσω να εκθέσουμε, να εκθέσομε να εκτεθώ να εκτεθούμε
να εκθέσεις να εκθέσετε να εκτεθείς να εκτεθείτε
να εκθέσει να εκθέσουν(ε) να εκτεθεί να εκτεθούν(ε)
Perf να έχω εκθέσει να έχουμε εκθέσει να έχω εκτεθεί
να είμαι εκτεθειμένος, -η
να έχουμε εκτεθεί
να είμαστε εκτεθειμένοι, -ες
να έχεις εκθέσει να έχετε εκθέσει να έχεις εκτεθεί
να είσαι εκτεθειμένος, -η
να έχετε εκτεθεί
να είστε εκτεθειμένοι, -ες
να έχει εκθέσει να έχουν εκθέσει να έχει εκτεθεί
να είναι εκτεθειμένος, -η, -ο
να έχουν εκτεθεί
να είναι εκτεθειμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres έκθετε εκθέτετε εκτίθεσθε
Aorist έκθεσε εκθέσετε, εκθέστε εκθέσου εκτεθείτε
Part
iciple
Pres εκθέτοντας
Perf έχοντας εκθέσει εκτεθειμένος, -η, -ο εκτεθειμένοι, -ες, -α
Infin Aorist εκθέσει εκτεθεί