ΕΚΤΕΛΩ
I execute
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
εκτελώ εκτελούμε εκτελούμαι εκτελούμαστε
εκτελείς εκτελείτε εκτελείσαι εκτελείστε
εκτελεί εκτελούν(ε) εκτελείται εκτελούνται
Imper
fect
εκτελούσα εκτελούσαμε εκτελούμουν εκτελούμαστε
εκτελούσες εκτελούσατε
εκτελούσε εκτελούσαν(ε) εκτελούνταν, εκτελείτο εκτελούνταν, εκτελούντο
Aorist εκτέλεσα εκτελέσαμε εκτελέστηκα εκτελεστήκαμε
εκτέλεσες εκτελέσατε εκτελέστηκες εκτελεστήκατε
εκτέλεσε εκτέλεσαν, εκτελέσαν(ε) εκτελέστηκε εκτελέστηκαν, εκτελεστήκαν(ε)
Perf
ect
έχω εκτελέσει
έχω εκτελεσμένο
έχουμε εκτελέσει
έχουμε εκτελεσμένο
έχω εκτελεστεί
είμαι εκτελεσμένος, -η
έχουμε εκτελεστεί
είμαστε εκτελεσμένοι, -ες
έχεις εκτελέσει
έχεις εκτελεσμένο
έχετε εκτελέσει
έχετε εκτελεσμένο
έχεις εκτελεστεί
είσαι εκτελεσμένος, -η
έχετε εκτελεστεί
είστε εκτελεσμένοι, -ες
έχει εκτελέσει
έχει εκτελεσμένο
έχουν εκτελέσει
έχουν εκτελεσμένο
έχει εκτελεστεί
είναι εκτελεσμένος, -η, -ο
έχουν εκτελεστεί
είναι εκτελεσμένοι, -ές, -α
Plu
perf
ect
είχα εκτελέσει
είχα εκτελεσμένο
είχαμε εκτελέσει
είχαμε εκτελεσμενο
είχα εκτελεστεί
ήμουν εκτελεσμένος, -η
είχαμε εκτελεστεί
ήμαστε εκτελεσμένοι, -ες
είχες εκτελέσει
είχες εκτελεσμένο
είχατε εκτελέσει
είχατε εκτελεσμένο
είχες εκτελεστεί
έσουν εκτελεσμένος, -η
είχατε εκτελεστεί
έσαστε εκτελεσμένοι, -ες
είχε εκτελέσει
είχε εκτελεσμένο
είχαν εκτελέσει
είχαν εκτελεσμένο
είχε εκτελεστεί
ήταν εκτελεσμένος, -η, -ο
είχαν εκτελεστεί
ήταν εκτελεσμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα εκτελώ θα εκτελούμε θα εκτελούμαι θα εκτελούμαστε
θα εκτελείς θα εκτελείτε θα εκτελείσαι θα εκτελείστε
θα εκτελεί θα εκτελούν(ε) θα εκτελείται θα εκτελούνται
Simp
Fut
θα εκτελέσω θα εκτελέσουμε, θα εκτελέσομε θα εκτελεστώ θα εκτελεστούμε
θα εκτελέσεις θα εκτελέσετε θα εκτελεστείς θα εκτελεστείτε
θα εκτελέσει θα εκτελέσουν(ε) θα εκτελεστεί θα εκτελεστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω εκτελέσει
θα έχω εκτελεσμένο
θα έχουμε εκτελέσει
θα έχουμε εκτελεσμένο
θα έχω εκτελεστεί
θα είμαι εκτελεσμένος, -η
θα έχουμε εκτελεστεί
θα είμαστε εκτελεσμένοι, -ες
θα έχεις εκτελέσει
θα έχεις εκτελεσμένο
θα έχετε εκτελέσει
θα έχετε εκτελεσμένο
θα έχεις εκτελεστεί
θα είσαι εκτελεσμένος, -η
θα έχετε εκτελεστεί
θα είστε εκτελεσμένοι, -η
θα έχει εκτελέσει
θα έχει εκτελεσμένο
θα έχουν εκτελέσει
θα έχουν εκτελεσμένο
θα έχει εκτελεστεί
θα είναι εκτελεσμένος, -η, -ο
θα έχουν εκτελεστεί
θα είναι εκτελεσμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να εκτελώ να εκτελούμε να εκτελούμαι να εκτελούμαστε
να εκτελείς να εκτελείτε να εκτελείσαι να εκτελείστε
να εκτελεί να εκτελούν(ε) να εκτελείται να εκτελούνται
Aorist να εκτελέσω να εκτελέσουμε, να εκτελέσομε να εκτελεστώ να εκτελεστούμε
να εκτελέσεις να εκτελέσετε να εκτελεστείς να εκτελεστείτε
να εκτελέσει να εκτελέσουν(ε) να εκτελεστεί να εκτελεστούν(ε)
Perf να έχω εκτελέσει
να έχω εκτελεσμένο
να έχουμε εκτελέσει
να έχουμε εκτελεσμένο
να έχω εκτελεστεί
να είμαι εκτελεσμένος, -η
να έχουμε εκτελεστεί
να είμαστε εκτελεσμενοι, -ες
να έχεις εκτελέσει
να έχεις εκτελεσμένο
να έχετε εκτελέσει
να έχετε εκτελεσμένο
να έχεις εκτελεστεί
να είσαι εκτελεσμένος, -η
να έχετε εκτελεστεί
να είστε εκτελεσμένοι, -ες
να έχει εκτελέσει
να έχει εκτελεσμένο
να έχουν εκτελέσει
να έχουν εκτελεσμένο
να έχει εκτελεστεί
να είναι εκτελεσμένος, -η, -ο
να έχουν εκτελεστεί
να είναι εκτελεσμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres εκτελείτε εκτελείστε
Aorist εκτέλεσε εκτελέστε, εκτελέσετε εκτελέσου εκτελεστείτε
Part
iciple
Pres εκτελώντας εκτελούμενος
Perf έχοντας εκτελέσει, έχοντας εκτελεσμένο εκτελεσμένος, -η, -ο εκτελεσμένοι, -ες, -α
Infin Aorist εκτελέσει εκτελεστεί