ΔΟΡΙΖΩ I give |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
δορίζω | δορίζουμε, δορίζομε | δορίζομαι | δοριζόμαστε |
δορίζεις | δορίζετε | δορίζεσαι | δορίζεστε, δοριζόσαστε | ||
δορίζει | δορίζουν(ε) | δορίζεται | δορίζονται | ||
Imper fect |
δόριζα | δορίζαμε | δοριζόμουν(α) | δοριζόμαστε, δοριζόμασταν | |
δόριζες | δορίζατε | δοριζόσουν(α) | δοριζόσαστε, δοριζόσασταν | ||
δόριζε | δόριζαν, δορίζαν(ε) | δοριζόταν(ε) | δορίζονταν, δοριζόντανε, δοριζόντουσαν | ||
Aorist | δόρισα | δορίσαμε | δορίστηκα | δοριστήκαμε | |
δόρισες | δορίσατε | δορίστηκες | δοριστήκατε | ||
δόρισε | δόρισαν, δορίσαν(ε) | δορίστηκε | δορίστηκαν, δοριστήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω δορίσει έχω δορισμένο |
έχουμε δορίσει έχουμε δορισμένο |
έχω δοριστεί είμαι δορισμένος, -η |
έχουμε δοριστεί είμαστε δορισμένοι, -ες |
|
έχεις δορίσει έχεις δορισμένο |
έχετε δορίσει έχετε δορισμένο |
έχεις δοριστεί είσαι δορισμένος, -η |
έχετε δοριστεί είστε δορισμένοι, -ες |
||
έχει δορίσει έχει δορισμένο |
έχουν δορίσει έχουν δορισμένο |
έχει δοριστεί είναι δορισμένος, -η, -ο |
έχουν δοριστεί είναι δορισμένοι, -ες, -α |
||
Plu per fect |
είχα δορίσει είχα δορισμένο |
είχαμε δορίσει είχαμε δορισμένο |
είχα δοριστεί ήμουν δορισμένος, -η |
είχαμε δοριστεί ήμαστε δορισμένοι, -ες |
|
είχες δορίσει είχες δορισμένο |
είχατε δορίσει είχατε δορισμένο |
είχες δοριστεί ήσουν δορισμένος, -η |
είχατε δοριστεί ήσαστε δορισμένοι, -ες |
||
είχε δορίσει είχε δορισμένο |
είχαν δορίσει είχαν δορισμένο |
είχε δοριστεί ήταν δορισμένος, -η, -ο |
είχαν δοριστεί ήταν δορισμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα δορίζω | θα δορίζουμε, |
θα δορίζομαι | θα δοριζόμαστε | |
θα δορίζεις | θα δορίζετε | θα δορίζεσαι | θα δορίζεστε, |
||
θα δορίζει | θα δορίζουν(ε) | θα δορίζεται | θα δορίζονται | ||
Simp Fut |
θα δορίσω | θα δορίσουμε, |
θα δοριστώ | θα δοριστούμε | |
θα δορίσεις | θα δορίσετε | θα δοριστείς | θα δοριστείτε | ||
θα δορίσει | θα δορίσουν(ε) | θα δοριστεί | θα δοριστούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να δορίζω | να δορίζουμε, |
να δορίζομαι | να δοριζόμαστε |
να δορίζεις | να δορίζετε | να δορίζεσαι | να δορίζεστε, |
||
να δορίζει | να δορίζουν(ε) | να δορίζεται | να δορίζονται | ||
Aorist | να δορίσω | να δορίσουμε, |
να δοριστώ | να δοριστούμε | |
να δορίσεις | να δορίσετε | να δοριστείς | να δοριστείτε | ||
να δορίσει | να δορίσουν(ε) | να δοριστεί | να δοριστούν(ε) | ||
Perf | να έχω δορίσει |
να έχουμε δορίσει |
να έχω δοριστεί |
να έχουμε δοριστεί |
|
να έχεις δορίσει |
να έχετε δορίσει |
να έχεις δοριστεί |
να έχετε δοριστεί |
||
να έχει δορίσει |
να έχουν δορίσει |
να έχει δοριστεί |
να έχουν δοριστεί |
||
Imper ative |
Pres | δόριζε | δορίζετε | δορίζεστε | |
Aorist | δόρισε | δορίστε | δορίσου | δοριστείτε | |
Part iciple |
Pres | δορίζοντας | δοριζόμενος | ||
Perf | έχοντας δορίσει, έχοντας δορισμένο | δορισμένος, -η, -ο | δορισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | δορίσει | δοριστεί |