| ΔΡΟΣΙΖΩ I cool |
Active | Passive | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Singular | Plural | Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E |
Pres ent |
δροσίζω | δροσίζουμε, δροσίζομε | δροσίζομαι | δροσιζόμαστε |
| δροσίζεις | δροσίζετε | δροσίζεσαι | δροσίζεστε, δροσιζόσαστε | ||
| δροσίζει | δροσίζουν(ε) | δροσίζεται | δροσίζονται | ||
| Imper fect |
δρόσιζα | δροσίζαμε | δροσιζόμουν(α) | δροσιζόμαστε, δροσιζόμασταν | |
| δρόσιζες | δροσίζατε | δροσιζόσουν(α) | δροσιζόσαστε, δροσιζόσασταν | ||
| δρόσιζε | δρόσιζαν, δροσίζαν(ε) | δροσιζόταν(ε) | δροσίζονταν, δροσιζόντανε, δροσιζόντουσαν | ||
| Aorist | δρόσισα | δροσίσαμε | δροσίστηκα | δροσιστήκαμε | |
| δρόσισες | δροσίσατε | δροσίστηκες | δροσιστήκατε | ||
| δρόσισε | δρόσισαν, δροσίσαν(ε) | δροσίστηκε | δροσίστηκαν, δροσιστήκαν(ε) | ||
| Per fect |
έχω δροσίσει έχω δροσισμένο |
έχουμε δροσίσει έχουμε δροσισμένο |
έχω δροσιστεί είμαι δροσισμένος, -η |
έχουμε δροσιστεί είμαστε δροσισμένοι, -ες |
|
| έχεις δροσίσει έχεις δροσισμένο |
έχετε δροσίσει έχετε δροσισμένο |
έχεις δροσιστεί είσαι δροσισμένος, -η |
έχετε δροσιστεί είστε δροσισμένοι, -ες |
||
| έχει δροσίσει έχει δροσισμένο |
έχουν δροσίσει έχουν δροσισμένο |
έχει δροσιστεί είναι δροσισμένος, -η, -ο |
έχουν δροσιστεί είναι δροσισμένοι, -ες, -α |
||
| Plu per fect |
είχα δροσίσει είχα δροσισμένο |
είχαμε δροσίσει είχαμε δροσισμένο |
είχα δροσιστεί ήμουν δροσισμένος, -η |
είχαμε δροσιστεί ήμαστε δροσισμένοι, -ες |
|
| είχες δροσίσει είχες δροσισμένο |
είχατε δροσίσει είχατε δροσισμένο |
είχες δροσιστεί ήσουν δροσισμένος, -η |
είχατε δροσιστεί ήσαστε δροσισμένοι, -ες |
||
| είχε δροσίσει είχε δροσισμένο |
είχαν δροσίσει είχαν δροσισμένο |
είχε δροσιστεί ήταν δροσισμένος, -η, -ο |
είχαν δροσιστεί ήταν δροσισμένοι, -ες, -α |
||
| Fut ure Cont inuous |
θα δροσίζω | θα δροσίζουμε, |
θα δροσίζομαι | θα δροσιζόμαστε | |
| θα δροσίζεις | θα δροσίζετε | θα δροσίζεσαι | θα δροσίζεστε, |
||
| θα δροσίζει | θα δροσίζουν(ε) | θα δροσίζεται | θα δροσίζονται | ||
| Simp Fut |
θα δροσίσω | θα δροσίσουμε, |
θα δροσιστώ | θα δροσιστούμε | |
| θα δροσίσεις | θα δροσίσετε | θα δροσιστείς | θα δροσιστείτε | ||
| θα δροσίσει | θα δροσίσουν(ε) | θα δροσιστεί | θα δροσιστούν(ε) | ||
| Fut Perf |
|||||
| S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να δροσίζω | να δροσίζουμε, |
να δροσίζομαι | να δροσιζόμαστε |
| να δροσίζεις | να δροσίζετε | να δροσίζεσαι | να δροσίζεστε, |
||
| να δροσίζει | να δροσίζουν(ε) | να δροσίζεται | να δροσίζονται | ||
| Aorist | να δροσίσω | να δροσίσουμε, |
να δροσιστώ | να δροσιστούμε | |
| να δροσίσεις | να δροσίσετε | να δροσιστείς | να δροσιστείτε | ||
| να δροσίσει | να δροσίσουν(ε) | να δροσιστεί | να δροσιστούν(ε) | ||
| Perf | να έχω δροσίσει |
να έχουμε δροσίσει |
να έχω δροσιστεί |
να έχουμε δροσιστεί |
|
| να έχεις δροσίσει |
να έχετε δροσίσει |
να έχεις δροσιστεί |
να έχετε δροσιστεί |
||
| να έχει δροσίσει |
να έχουν δροσίσει |
να έχει δροσιστεί |
να έχουν δροσιστεί |
||
| Imper ative |
Pres | δρόσιζε | δροσίζετε | δροσίζεστε | |
| Aorist | δρόσισε | δροσίστε | δροσίσου | δροσιστείτε | |
| Part iciple |
Pres | δροσίζοντας | δροσιζόμενος | ||
| Perf | έχοντας δροσίσει, έχοντας δροσισμένο | δροσισμένος, -η, -ο | δροσισμένοι, -ες, -α | ||
| Infin | Aorist | δροσίσει | δροσιστεί | ||