ΑΓΟΡΑΖΩ I buy |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
αγοράζω | αγοράζουμε, αγοράζομε | αγοράζομαι | αγοραζόμαστε |
αγοράζεις | αγοράζετε | αγοράζεσαι | αγοράζεστε, αγοραζόσαστε | ||
αγοράζει | αγοράζουν(ε) | αγοράζεται | αγοράζονται | ||
Imper fect |
αγόραζα | αγοράζαμε | αγοραζόμουν(α) | αγοραζόμαστε, αγοραζόμασταν | |
αγόραζες | αγοράζατε | αγοραζόσουν(α) | αγοραζόσαστε, αγοραζόσασταν | ||
αγόραζε | αγόραζαν, αγοράζαν(ε) | αγοραζόταν(ε) | αγοράζονταν, αγοραζόντανε, αγοραζόντουσαν | ||
Aorist | αγόρασα | αγοράσαμε | αγοράστηκα | αγοραστήκαμε | |
αγόρασες | αγοράσατε | αγοράστηκες | αγοραστήκατε | ||
αγόρασε | αγόρασαν, αγοράσαν(ε) | αγοράστηκε | αγοράστηκαν, αγοραστήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω αγοράσει |
έχουμε αγοράσει |
έχω αγοραστεί |
έχουμε αγοραστεί |
|
έχεις αγοράσει |
έχετε αγοράσει |
έχεις αγοραστεί |
έχετε αγοραστεί |
||
έχει αγοράσει |
έχουν αγοράσει |
έχει αγοραστεί |
έχουν αγοραστεί |
||
Plu per fect |
είχα αγοράσει είχα αγορασμένο |
είχαμε αγοράσει είχαμε αγορσμένο |
είχα αγοραστεί ήμουν αγορασμένος, -η |
είχαμε αγοραστεί ήμαστε αγορασμένοι, -ες |
|
είχες αγοράσει είχες αγορασμένο |
είχατε αγοράσει είχατε αγορασμένο |
είχες αγοραστεί ήσουν αγορασμένος, -η |
είχατε αγοραστεί ήσαστε αγορασμένοι, -ες |
||
είχε αγοράσει είχε αγορασμένο |
είχαν αγοράσει είχαν αγορασμένο |
είχε αγοραστεί ήταν αγορασμένος, -η, -ο |
είχαν αγοραστεί ήταν αγορασμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα αγοράζω | θα αγοράζουμε, |
θα αγοράζομαι | θα αγοραζόμαστε | |
θα αγοράζεις | θα αγοράζετε | θα αγοράζεσαι | θα αγοράζεστε, |
||
θα αγοράζει | θα αγοράζουν(ε) | θα αγοράζεται | θα αγοράζονται | ||
Simp Fut |
θα αγοράσω | θα αγοράσουμε, |
θα αγοραστώ | θα αγοραστούμε | |
θα αγοράσεις | θα αγοράσετε | θα αγοραστείς | θα αγοραστείτε | ||
θα αγοράσει | θα αγοράσουν(ε) | θα αγοραστεί | θα αγοραστούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω αγοράσει θα έχω αγορασμένο |
θα έχουμε αγοράσει θα έχουμε αγορασμένο |
θα έχω αγοραστεί θα είμαι αγορασμένος, -η |
θα έχουμε αγοραστεί |
|
θα έχεις αγοράσει θα έχεις αγορασμένο |
θα έχετε αγοράσει θα έχετε αγορασμένο |
θα έχεις αγοραστεί θα είσαι αγορασμένος, -η |
θα έχετε αγοραστεί θα είστε αγορασμένοι, -ες |
||
θα έχει αγοράσει θα έχει αγορασμένο |
θα έχουν αγοράσει θα έχουν αγορασμένο |
θα έχει αγοραστεί θα είναι αγορασμένος, -η, -ο |
θα έχουν αγοραστεί θα είναι αγορασμένοι, -ες, -α |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να αγοράζω | να αγοράζουμε, |
να αγοράζομαι | να αγοραζόμαστε |
να αγοράζεις | να αγοράζετε | να αγοράζεσαι | να αγοράζεστε, |
||
να αγοράζει | να αγοράζουν(ε) | να αγοράζεται | να αγοράζονται | ||
Aorist | να αγοράσω | να αγοράσουμε, |
να αγοραστώ | να αγοραστούμε | |
να αγοράσεις | να αγοράσετε | να αγοραστείς | να αγοραστείτε | ||
να αγοράσει | να αγοράσουν(ε) | να αγοραστεί | να αγοραστούν(ε) | ||
Perf | να έχω αγοράσει να έχω αγορασμένο |
να έχουμε αγοράσει |
να έχω αγοραστεί |
να έχουμε αγοραστεί |
|
να έχεις αγοράσει |
να έχετε αγοράσει να έχετε αγορασμένο |
να έχεις αγοραστεί να είσαι αγορασμένος, -η |
να έχετε αγοραστεί να είστε αγορασμένοι, -ες |
||
να έχει αγοράσει να έχει αγορασμένο |
να έχουν αγοράσει να έχουν αγορασμένο |
να έχει αγοραστεί |
να έχουν αγοραστεί |
||
Imper ative |
Pres | αγόραζε | αγοράζετε | αγοράζεστε | |
Aorist | αγόρασε | αγοράστε | αγοράσου | αγοραστείτε | |
Part iciple |
Pres | αγοράζοντας | αγοραζόμενος | ||
Perf | έχοντας αγοράσει, |
αγορασμένος, -η, -ο | αγορασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αγοράσει | αγοραστεί |