ΔΩΡΟΔΟΚΩ I bribe |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
δωροδοκώ |
δωροδοκούμε |
δωροδοκούμαι |
δωροδοκούμαστε |
δωροδοκείς |
δωροδοκείτε |
δωροδοκείσαι |
δωροδοκείστε |
δωροδοκεί |
δωροδοκούν(ε) |
δωροδοκείται |
δωροδοκούνται |
Imper fect |
δωροδοκούσα |
δωροδοκούσαμε |
δωροδοκούμουν |
δωροδοκούμαστε |
δωροδοκούσες |
δωροδοκούσατε |
|
|
δωροδοκούσε |
δωροδοκούσαν(ε) |
δωροδοκούνταν, δωροδοκείτο |
δωροδοκούνταν, δωροδοκούντο |
Aorist |
δωροδόκησα |
δωροδοκήσαμε |
δωροδοκήθηκα |
δωροδοκηθήκαμε |
δωροδόκησες |
δωροδοκήσατε |
δωροδοκήθηκες |
δωροδοκηθήκατε |
δωροδόκησε |
δωροδόκησαν, δωροδοκήσαν(ε) |
δωροδοκήθηκε |
δωροδοκήθηκαν, δωροδοκηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω δωροδοκήσει
έχω δωροδοκημένο |
έχουμε δωροδοκήσει
έχουμε δωροδοκημένο |
έχω δωροδοκηθεί
είμαι δωροδοκημένος, -η |
έχουμε δωροδοκηθεί
είμαστε δωροδοκημένοι, -ες |
έχεις δωροδοκήσει
έχεις δωροδοκημένο |
έχετε δωροδοκήσει
έχετε δωροδοκημένο |
έχεις δωροδοκηθεί
είσαι δωροδοκημένος, -η |
έχετε δωροδοκηθεί
είστε δωροδοκημένοι, -ες |
έχει δωροδοκήσει
έχει δωροδοκημένο |
έχουν δωροδοκήσει
έχουν δωροδοκημένο |
έχει δωροδοκηθεί
είναι δωροδοκημένος, -η, -ο |
έχουν δωροδοκηθεί
είναι δωροδοκημένοι, -ές, -α |
Plu perf ect |
είχα δωροδοκήσει
είχα δωροδοκημένο |
είχαμε δωροδοκήσει
είχαμε δωροδοκημένο |
είχα δωροδοκηθεί
ήμουν δωροδοκημένος, -η |
είχαμε δωροδοκηθεί
ήμαστε δωροδοκημένοι, -ες |
είχες δωροδοκήσει
είχες δωροδοκημένο |
είχατε δωροδοκήσει
είχατε δωροδοκημένο |
είχες δωροδοκηθεί
ήσουν δωροδοκημένος, -η |
είχατε δωροδοκηθεί
ήσαστε δωροδοκημένοι, -ες |
είχε δωροδοκήσει
είχε δωροδοκημένο |
είχαν δωροδοκήσει
είχαν δωροδοκημένο |
είχε δωροδοκηθεί
ήταν δωροδοκημένος, -η, -ο |
είχαν δωροδοκηθεί
ήταν δωροδοκημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα δωροδοκώ |
θα δωροδοκούμε |
θα δωροδοκούμαι |
θα δωροδοκούμαστε |
θα δωροδοκείς |
θα δωροδοκείτε |
θα δωροδοκείσαι |
θα δωροδοκείστε |
θα δωροδοκεί |
θα δωροδοκούν(ε) |
θα δωροδοκείται |
θα δωροδοκούνται |
Simp Fut |
θα δωροδοκήσω |
θα δωροδοκήσουμε |
θα δωροδοκηθώ |
θα δωροδοκηθούμε |
θα δωροδοκήσεις |
θα δωροδοκήσετε |
θα δωροδοκηθείς |
θα δωροδοκηθείτε |
θα δωροδοκήσει |
θα δωροδοκήσουν(ε) |
θα δωροδοκηθεί |
θα δωροδοκηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω δωροδοκήσει
θα έχω δωροδοκημένο |
θα έχουμε δωροδοκήσει
θα έχουμε δωροδοκημένο |
θα έχω δωροδοκηθεί
θα είμαι δωροδοκημένος, -η |
θα έχουμε δωροδοκηθεί
θα είμαστε δωροδοκημένοι, -ες |
θα έχεις δωροδοκήσει
θα έχεις δωροδοκημένο |
θα έχετε δωροδοκήσει
θα έχετε δωροδοκημένο |
θα έχεις δωροδοκηθεί
θα είσαι δωροδοκημένος, -η |
θα έχετε δωροδοκηθεί
θα είστε δωροδοκημένοι, -η |
θα έχει δωροδοκήσει
θα έχει δωροδοκημένο |
θα έχουν δωροδοκήσει
θα έχουν δωροδοκημένο |
θα έχει δωροδοκηθεί
θα είναι δωροδοκημένος, -η, -ο |
θα έχουν δωροδοκηθεί
θα είναι δωροδοκημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να δωροδοκώ |
να δωροδοκούμε |
να δωροδοκούμαι |
να δωροδοκούμαστε |
να δωροδοκείς |
να δωροδοκείτε |
να δωροδοκείσαι |
να δωροδοκείστε |
να δωροδοκεί |
να δωροδοκούν(ε) |
να δωροδοκείται |
να δωροδοκούνται |
Aorist |
να δωροδοκήσω |
να δωροδοκήσουμε, να δωροδοκήσομε |
να δωροδοκηθώ |
να δωροδοκηθούμε |
να δωροδοκήσεις |
να δωροδοκήσετε |
να δωροδοκηθείς |
να δωροδοκηθείτε |
να δωροδοκήσει |
να δωροδοκήσουν(ε) |
να δωροδοκηθεί |
να δωροδοκηθούν(ε) |
Perf |
να έχω δωροδοκήσει
να έχω δωροδοκημένο |
να έχουμε δωροδοκήσει
να έχουμε δωροδοκημένο |
να έχω δωροδοκηθεί
να είμαι δωροδοκημένος, -η |
να έχουμε δωροδοκηθεί
να είμαστε δωροδοκημένοι, -ες |
να έχεις δωροδοκήσει
να έχεις δωροδοκημένο |
να έχετε δωροδοκήσει
να έχετε δωροδοκημένο |
να έχεις δωροδοκηθεί
να είσαι δωροδοκημένος, -η |
να έχετε δωροδοκηθεί
να είστε δωροδοκημένοι, -ες |
να έχει δωροδοκήσει
να έχει δωροδοκημένο |
να έχουν δωροδοκήσει
να έχουν δωροδοκημένο |
να έχει δωροδοκηθεί
να είναι δωροδοκημένος, -η, -ο |
να έχουν δωροδοκηθεί
να είναι δωροδοκημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
|
δωροδοκείτε |
|
δωροδοκείστε |
Aorist |
δωροδόκησε |
δωροδοκήστε, δωροδοκήσετε |
δωροδοκήσου |
δωροδοκηθείτε |
Part iciple |
Pres |
δωροδοκώντας |
|
Perf |
έχοντας δωροδοκήσει, έχοντας δωροδοκημένο |
δωροδοκημένος, -η, -ο |
δωροδοκημένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
δωροδοκήσει |
δωροδοκηθεί |