[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΔΥΣΦΗΜΩ
I defame
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
δυσφημώ δυσφημούμε δυσφημούμαι δυσφημούμαστε
δυσφημείς δυσφημείτε δυσφημείσαι δυσφημείστε
δυσφημεί δυσφημούν(ε) δυσφημείται δυσφημούνται
Imper
fect
δυσφημούσα δυσφημούσαμε δυσφημόμουν δυσφημόμαστε
δυσφημούσες δυσφημούσατε δυσφημόσουν δυσφημόσαστε
δυσφημούσε δυσφημούσαν(ε) δυσφημόνταν, (δυσφημείτο) δυσφημόνταν, (δυσφημούντο)
Aorist δυσφήμησα δυσφημήσαμε δυσφημήθηκα δυσφημηθήκαμε
δυσφήμησες δυσφημήσατε δυσφημήθηκες δυσφημηθήκατε
δυσφήμησε δυσφήμησαν, δυσφημήσαν(ε) δυσφημήθηκε δυσφημήθηκαν, δυσφημηθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω δυσφημήσει
έχω δυσφημησμένο
έχουμε δυσφημήσει
έχουμε δυσφημησμένο
έχω δυσφημηθεί
είμαι δυσφημησμένος, -η
έχουμε δυσφημηθεί
είμαστε δυσφημησμένοι, -ες
έχεις δυσφημήσει
έχεις δυσφημησμένο
έχετε δυσφημήσει
έχετε δυσφημησμένο
έχεις δυσφημηθεί
είσαι δυσφημησμένος, -η
έχετε δυσφημηθεί
είστε δυσφημησμένοι, -ες
έχει δυσφημήσει
έχει δυσφημησμένο
έχουν δυσφημήσει
έχουν δυσφημησμένο
έχει δυσφημηθεί
είναι δυσφημησμένος, -η, -ο
έχουν δυσφημηθεί
είναι δυσφημησμένοι, -ές, -α
Plu
perf
ect
είχα δυσφημήσει
είχα δυσφημησμένο
είχαμε δυσφημήσει
είχαμε δυσφημησμένο
είχα δυσφημηθεί
ήμουν δυσφημησμένος, -η
είχαμε δυσφημηθεί
ήμαστε δυσφημησμένοι, -ες
είχες δυσφημήσει
είχες δυσφημησμένο
είχατε δυσφημήσει
είχατε δυσφημησμένο
είχες δυσφημηθεί
ήσουν δυσφημησμένος, -η
είχατε δυσφημηθεί
ήσαστε δυσφημησμένοι, -ες
είχε δυσφημήσει
είχε δυσφημησμένο
είχαν δυσφημήσει
είχαν δυσφημησμένο
είχε δυσφημηθεί
ήταν δυσφημησμένος, -η, -ο
είχαν δυσφημηθεί
ήταν δυσφημησμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα δυσφημώ θα δυσφημούμε θα δυσφημούμαι θα δυσφημούμαστε
θα δυσφημείς θα δυσφημείτε θα δυσφημείσαι θα δυσφημείστε
θα δυσφημεί θα δυσφημούν(ε) θα δυσφημείται θα δυσφημούνται
Simp
Fut
θα δυσφημήσω θα δυσφημήσουμε θα δυσφημηθώ θα δυσφημηθούμε
θα δυσφημήσεις θα δυσφημήσετε θα δυσφημηθείς θα δυσφημηθείτε
θα δυσφημήσει θα δυσφημήσουν(ε) θα δυσφημηθεί θα δυσφημηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω δυσφημήσει
θα έχω δυσφημησμένο
θα έχουμε δυσφημήσει
θα έχουμε δυσφημησμένο
θα έχω δυσφημηθεί
θα είμαι δυσφημησμένος, -η
θα έχουμε δυσφημηθεί
θα είμαστε δυσφημησμένοι, -ες
θα έχεις δυσφημήσει
θα έχεις δυσφημησμένο
θα έχετε δυσφημήσει
θα έχετε δυσφημησμένο
θα έχεις δυσφημηθεί
θα είσαι δυσφημησμένος, -η
θα έχετε δυσφημηθεί
θα είστε δυσφημησμένοι, -η
θα έχει δυσφημήσει
θα έχει δυσφημησμένο
θα έχουν δυσφημήσει
θα έχουν δυσφημησμένο
θα έχει δυσφημηθεί
θα είναι δυσφημησμένος, -η, -ο
θα έχουν δυσφημηθεί
θα είναι δυσφημησμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να δυσφημώ να δυσφημούμε να δυσφημούμαι να δυσφημούμαστε
να δυσφημείς να δυσφημείτε να δυσφημείσαι να δυσφημείστε
να δυσφημεί να δυσφημούν(ε) να δυσφημείται να δυσφημούνται
Aorist να δυσφημήσω να δυσφημήσουμε, να δυσφημήσομε να δυσφημηθώ να δυσφημηθούμε
να δυσφημήσεις να δυσφημήσετε να δυσφημηθείς να δυσφημηθείτε
να δυσφημήσει να δυσφημήσουν(ε) να δυσφημηθεί να δυσφημηθούν(ε)
Perf να έχω δυσφημήσει
να έχω δυσφημησμένο
να έχουμε δυσφημήσει
να έχουμε δυσφημησμένο
να έχω δυσφημηθεί
να είμαι δυσφημησμένος, -η
να έχουμε δυσφημηθεί
να είμαστε δυσφημησμένοι, -ες
να έχεις δυσφημήσει
να έχεις δυσφημησμένο
να έχετε δυσφημήσει
να έχετε δυσφημησμένο
να έχεις δυσφημηθεί
να είσαι δυσφημησμένος, -η
να έχετε δυσφημηθεί
να είστε δυσφημησμένοι, -ες
να έχει δυσφημήσει
να έχει δυσφημησμένο
να έχουν δυσφημήσει
να έχουν δυσφημησμένο
να έχει δυσφημηθεί
να είναι δυσφημησμένος, -η, -ο
να έχουν δυσφημηθεί
να είναι δυσφημησμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres
Aorist δυσφήμησε δυσφημήστε
Part
iciple
Pres δυσφημώντας
Perf έχοντας δυσφημήσει, έχοντας δυσφημησμένο δυσφημησμένος, -η, -ο δυσφημησμένοι, -ες, -α
Infin Aorist δυσφημήσει δυσφημηθεί