[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΔΙΑΤΗΡΩ
I conserve
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
διατηρώ διατηρούμε διατηρούμαι διατηρούμαστε
διατηρείς διατηρείτε διατηρείσαι διατηρείστε
διατηρεί διατηρούν(ε) διατηρείται διατηρούνται
Imper
fect
διατηρούσα διατηρούσαμε διατηρούμουν διατηρούμαστε
διατηρούσες διατηρούσατε
διατηρούσε διατηρούσαν(ε) διατηρούνταν, διατηρείτο διατηρούνταν, διατηρούντο
Aorist διατήρησα διατηρήσαμε διατηρήθηκα διατηρηθήκαμε
διατήρησες διατηρήσατε διατηρήθηκες διατηρηθήκατε
διατήρησε διατήρησαν, διατηρήσαν(ε) διατηρήθηκε διατηρήθηκαν, διατηρηθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω διατηρήσει
έχω διατηρημένο
έχουμε διατηρήσει
έχουμε διατηρημένο
έχω διατηρηθεί
είμαι διατηρημένος, -η
έχουμε διατηρηθεί
είμαστε διατηρημένοι, -ες
έχεις διατηρήσει
έχεις διατηρημένο
έχετε διατηρήσει
έχετε διατηρημένο
έχεις διατηρηθεί
είσαι διατηρημένος, -η
έχετε διατηρηθεί
είστε διατηρημένοι, -ες
έχει διατηρήσει
έχει διατηρημένο
έχουν διατηρήσει
έχουν διατηρημένο
έχει διατηρηθεί
είναι διατηρημένος, -η, -ο
έχουν διατηρηθεί
είναι διατηρημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ect
είχα διατηρήσει
είχα διατηρημένο
είχαμε διατηρήσει
είχαμε διατηρημένο
είχα διατηρηθεί
ήμουν διατηρημένος, -η
είχαμε διατηρηθεί
ήμαστε διατηρημένοι, -ες
είχες διατηρήσει
είχες διατηρημένο
είχατε διατηρήσει
είχατε διατηρημένο
είχες διατηρηθεί
ήσουν διατηρημένος, -η
είχατε διατηρηθεί
ήσαστε διατηρημένοι, -ες
είχε διατηρήσει
είχε διατηρημένο
είχαν διατηρήσει
είχαν διατηρημένο
είχε διατηρηθεί
ήταν διατηρημένος, -η, -ο
είχαν διατηρηθεί
ήταν διατηρημένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα διατηρώ θα διατηρούμε θα διατηρούμαι θα διατηρούμαστε
θα διατηρείς θα διατηρείτε θα διατηρείσαι θα διατηρείστε
θα διατηρεί θα διατηρούν(ε) θα διατηρείται θα διατηρούνται
Simp
Fut
θα διατηρήσω θα διατηρήσουμε θα διατηρηθώ θα διατηρηθούμε
θα διατηρήσεις θα διατηρήσετε θα διατηρηθείς θα διατηρηθείτε
θα διατηρήσει θα διατηρήσουν(ε) θα διατηρηθεί θα διατηρηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω διατηρήσει
θα έχω διατηρημένο
θα έχουμε διατηρήσει
θα έχουμε διατηρημένο
θα έχω διατηρηθεί
θα είμαι διατηρημένος, -η
θα έχουμε διατηρηθεί
θα είμαστε διατηρημένοι, -ες
θα έχεις διατηρήσει
θα έχεις διατηρημένο
θα έχετε διατηρήσει
θα έχετε διατηρημένο
θα έχεις διατηρηθεί
θα είσαι διατηρημένος, -η
θα έχετε διατηρηθεί
θα είστε διατηρημένοι, -η
θα έχει διατηρήσει
θα έχει διατηρημένο
θα έχουν διατηρήσει
θα έχουν διατηρημένο
θα έχει διατηρηθεί
θα είναι διατηρημένος, -η, -ο
θα έχουν διατηρηθεί
θα είναι διατηρημένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να διατηρώ να διατηρούμε να διατηρούμαι να διατηρούμαστε
να διατηρείς να διατηρείτε να διατηρείσαι να διατηρείστε
να διατηρεί να διατηρούν(ε) να διατηρείται να διατηρούνται
Aorist να διατηρήσω να διατηρήσουμε, να διατηρήσομε να διατηρηθώ να διατηρηθούμε
να διατηρήσεις να διατηρήσετε να διατηρηθείς να διατηρηθείτε
να διατηρήσει να διατηρήσουν(ε) να διατηρηθεί να διατηρηθούν(ε)
Perf να έχω διατηρήσει
να έχω διατηρημένο
να έχουμε διατηρήσει
να έχουμε διατηρημένο
να έχω διατηρηθεί
να είμαι διατηρημένος, -η
να έχουμε διατηρηθεί
να είμαστε διατηρημένοι, -ες
να έχεις διατηρήσει
να έχεις διατηρημένο
να έχετε διατηρήσει
να έχετε διατηρημένο
να έχεις διατηρηθεί
να είσαι διατηρημένος, -η
να έχετε διατηρηθεί
να είστε διατηρημένοι, -ες
να έχει διατηρήσει
να έχει διατηρημένο
να έχουν διατηρήσει
να έχουν διατηρημένο
να έχει διατηρηθεί
να είναι διατηρημένος, -η, -ο
να έχουν διατηρηθεί
να είναι διατηρημένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres διατηρείτε διατηρείστε
Aorist διατήρησε διατηρήστε, διατηρήσετε διατηρήσου διατηρηθείτε
Part
iciple
Pres διατηρώντας
Perf έχοντας διατηρήσει, έχοντας διατηρημένο διατηρημένος, -η, -ο διατηρημένοι, -ες, -α
Infin Aorist διατηρήσει διατηρηθεί