ΔΙΑΤΗΡΩ I conserve |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
διατηρώ |
διατηρούμε |
διατηρούμαι |
διατηρούμαστε |
διατηρείς |
διατηρείτε |
διατηρείσαι |
διατηρείστε |
διατηρεί |
διατηρούν(ε) |
διατηρείται |
διατηρούνται |
Imper fect |
διατηρούσα |
διατηρούσαμε |
διατηρούμουν |
διατηρούμαστε |
διατηρούσες |
διατηρούσατε |
|
|
διατηρούσε |
διατηρούσαν(ε) |
διατηρούνταν, διατηρείτο |
διατηρούνταν, διατηρούντο |
Aorist |
διατήρησα |
διατηρήσαμε |
διατηρήθηκα |
διατηρηθήκαμε |
διατήρησες |
διατηρήσατε |
διατηρήθηκες |
διατηρηθήκατε |
διατήρησε |
διατήρησαν, διατηρήσαν(ε) |
διατηρήθηκε |
διατηρήθηκαν, διατηρηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω διατηρήσει
έχω διατηρημένο |
έχουμε διατηρήσει
έχουμε διατηρημένο |
έχω διατηρηθεί
είμαι διατηρημένος, -η |
έχουμε διατηρηθεί
είμαστε διατηρημένοι, -ες |
έχεις διατηρήσει
έχεις διατηρημένο |
έχετε διατηρήσει
έχετε διατηρημένο |
έχεις διατηρηθεί
είσαι διατηρημένος, -η |
έχετε διατηρηθεί
είστε διατηρημένοι, -ες |
έχει διατηρήσει
έχει διατηρημένο |
έχουν διατηρήσει
έχουν διατηρημένο |
έχει διατηρηθεί
είναι διατηρημένος, -η, -ο |
έχουν διατηρηθεί
είναι διατηρημένοι, -ές, -α |
Plu perf ect |
είχα διατηρήσει
είχα διατηρημένο |
είχαμε διατηρήσει
είχαμε διατηρημένο |
είχα διατηρηθεί
ήμουν διατηρημένος, -η |
είχαμε διατηρηθεί
ήμαστε διατηρημένοι, -ες |
είχες διατηρήσει
είχες διατηρημένο |
είχατε διατηρήσει
είχατε διατηρημένο |
είχες διατηρηθεί
ήσουν διατηρημένος, -η |
είχατε διατηρηθεί
ήσαστε διατηρημένοι, -ες |
είχε διατηρήσει
είχε διατηρημένο |
είχαν διατηρήσει
είχαν διατηρημένο |
είχε διατηρηθεί
ήταν διατηρημένος, -η, -ο |
είχαν διατηρηθεί
ήταν διατηρημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα διατηρώ |
θα διατηρούμε |
θα διατηρούμαι |
θα διατηρούμαστε |
θα διατηρείς |
θα διατηρείτε |
θα διατηρείσαι |
θα διατηρείστε |
θα διατηρεί |
θα διατηρούν(ε) |
θα διατηρείται |
θα διατηρούνται |
Simp Fut |
θα διατηρήσω |
θα διατηρήσουμε |
θα διατηρηθώ |
θα διατηρηθούμε |
θα διατηρήσεις |
θα διατηρήσετε |
θα διατηρηθείς |
θα διατηρηθείτε |
θα διατηρήσει |
θα διατηρήσουν(ε) |
θα διατηρηθεί |
θα διατηρηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω διατηρήσει
θα έχω διατηρημένο |
θα έχουμε διατηρήσει
θα έχουμε διατηρημένο |
θα έχω διατηρηθεί
θα είμαι διατηρημένος, -η |
θα έχουμε διατηρηθεί
θα είμαστε διατηρημένοι, -ες |
θα έχεις διατηρήσει
θα έχεις διατηρημένο |
θα έχετε διατηρήσει
θα έχετε διατηρημένο |
θα έχεις διατηρηθεί
θα είσαι διατηρημένος, -η |
θα έχετε διατηρηθεί
θα είστε διατηρημένοι, -η |
θα έχει διατηρήσει
θα έχει διατηρημένο |
θα έχουν διατηρήσει
θα έχουν διατηρημένο |
θα έχει διατηρηθεί
θα είναι διατηρημένος, -η, -ο |
θα έχουν διατηρηθεί
θα είναι διατηρημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να διατηρώ |
να διατηρούμε |
να διατηρούμαι |
να διατηρούμαστε |
να διατηρείς |
να διατηρείτε |
να διατηρείσαι |
να διατηρείστε |
να διατηρεί |
να διατηρούν(ε) |
να διατηρείται |
να διατηρούνται |
Aorist |
να διατηρήσω |
να διατηρήσουμε, να διατηρήσομε |
να διατηρηθώ |
να διατηρηθούμε |
να διατηρήσεις |
να διατηρήσετε |
να διατηρηθείς |
να διατηρηθείτε |
να διατηρήσει |
να διατηρήσουν(ε) |
να διατηρηθεί |
να διατηρηθούν(ε) |
Perf |
να έχω διατηρήσει
να έχω διατηρημένο |
να έχουμε διατηρήσει
να έχουμε διατηρημένο |
να έχω διατηρηθεί
να είμαι διατηρημένος, -η |
να έχουμε διατηρηθεί
να είμαστε διατηρημένοι, -ες |
να έχεις διατηρήσει
να έχεις διατηρημένο |
να έχετε διατηρήσει
να έχετε διατηρημένο |
να έχεις διατηρηθεί
να είσαι διατηρημένος, -η |
να έχετε διατηρηθεί
να είστε διατηρημένοι, -ες |
να έχει διατηρήσει
να έχει διατηρημένο |
να έχουν διατηρήσει
να έχουν διατηρημένο |
να έχει διατηρηθεί
να είναι διατηρημένος, -η, -ο |
να έχουν διατηρηθεί
να είναι διατηρημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
|
διατηρείτε |
|
διατηρείστε |
Aorist |
διατήρησε |
διατηρήστε, διατηρήσετε |
διατηρήσου |
διατηρηθείτε |
Part iciple |
Pres |
διατηρώντας |
|
Perf |
έχοντας διατηρήσει, έχοντας διατηρημένο |
διατηρημένος, -η, -ο |
διατηρημένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
διατηρήσει |
διατηρηθεί |