[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΔΙΑΚΟΣΜΩ
I decorate
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
διακοσμώ διακοσμούμε διακοσμούμαι διακοσμούμαστε
διακοσμείς διακοσμείτε διακοσμείσαι διακοσμείστε
διακοσμεί διακοσμούν(ε) διακοσμείται διακοσμούνται
Imper
fect
διακοσμούσα διακοσμούσαμε διακοσμούμουν διακοσμούμαστε
διακοσμούσες διακοσμούσατε
διακοσμούσε διακοσμούσαν(ε) διακοσμούνταν, διακοσμείτο διακοσμούνταν, διακοσμούντο
Aorist διακόσμησα διακοσμήσαμε διακοσμήθηκα διακοσμηθήκαμε
διακόσμησες διακοσμήσατε διακοσμήθηκες διακοσμηθήκατε
διακόσμησε διακόσμησαν, διακοσμήσαν(ε) διακοσμήθηκε διακοσμήθηκαν, διακοσμηθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω διακοσμήσει
έχω διακοσμημένο
έχουμε διακοσμήσει
έχουμε διακοσμημένο
έχω διακοσμηθεί
είμαι διακοσμημένος, -η
έχουμε διακοσμηθεί
είμαστε διακοσμημένοι, -ες
έχεις διακοσμήσει
έχεις διακοσμημένο
έχετε διακοσμήσει
έχετε διακοσμημένο
έχεις διακοσμηθεί
είσαι διακοσμημένος, -η
έχετε διακοσμηθεί
είστε διακοσμημένοι, -ες
έχει διακοσμήσει
έχει διακοσμημένο
έχουν διακοσμήσει
έχουν διακοσμημένο
έχει διακοσμηθεί
είναι διακοσμημένος, -η, -ο
έχουν διακοσμηθεί
είναι διακοσμημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ect
είχα διακοσμήσει
είχα διακοσμημένο
είχαμε διακοσμήσει
είχαμε διακοσμημένο
είχα διακοσμηθεί
ήμουν διακοσμημένος, -η
είχαμε διακοσμηθεί
ήμαστε διακοσμημένοι, -ες
είχες διακοσμήσει
είχες διακοσμημένο
είχατε διακοσμήσει
είχατε διακοσμημένο
είχες διακοσμηθεί
ήσουν διακοσμημένος, -η
είχατε διακοσμηθεί
ήσαστε διακοσμημένοι, -ες
είχε διακοσμήσει
είχε διακοσμημένο
είχαν διακοσμήσει
είχαν διακοσμημένο
είχε διακοσμηθεί
ήταν διακοσμημένος, -η, -ο
είχαν διακοσμηθεί
ήταν διακοσμημένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα διακοσμώ θα διακοσμούμε θα διακοσμούμαι θα διακοσμούμαστε
θα διακοσμείς θα διακοσμείτε θα διακοσμείσαι θα διακοσμείστε
θα διακοσμεί θα διακοσμούν(ε) θα διακοσμείται θα διακοσμούνται
Simp
Fut
θα διακοσμήσω θα διακοσμήσουμε θα διακοσμηθώ θα διακοσμηθούμε
θα διακοσμήσεις θα διακοσμήσετε θα διακοσμηθείς θα διακοσμηθείτε
θα διακοσμήσει θα διακοσμήσουν(ε) θα διακοσμηθεί θα διακοσμηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω διακοσμήσει
θα έχω διακοσμημένο
θα έχουμε διακοσμήσει
θα έχουμε διακοσμημένο
θα έχω διακοσμηθεί
θα είμαι διακοσμημένος, -η
θα έχουμε διακοσμηθεί
θα είμαστε διακοσμημένοι, -ες
θα έχεις διακοσμήσει
θα έχεις διακοσμημένο
θα έχετε διακοσμήσει
θα έχετε διακοσμημένο
θα έχεις διακοσμηθεί
θα είσαι διακοσμημένος, -η
θα έχετε διακοσμηθεί
θα είστε διακοσμημένοι, -η
θα έχει διακοσμήσει
θα έχει διακοσμημένο
θα έχουν διακοσμήσει
θα έχουν διακοσμημένο
θα έχει διακοσμηθεί
θα είναι διακοσμημένος, -η, -ο
θα έχουν διακοσμηθεί
θα είναι διακοσμημένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να διακοσμώ να διακοσμούμε να διακοσμούμαι να διακοσμούμαστε
να διακοσμείς να διακοσμείτε να διακοσμείσαι να διακοσμείστε
να διακοσμεί να διακοσμούν(ε) να διακοσμείται να διακοσμούνται
Aorist να διακοσμήσω να διακοσμήσουμε, να διακοσμήσομε να διακοσμηθώ να διακοσμηθούμε
να διακοσμήσεις να διακοσμήσετε να διακοσμηθείς να διακοσμηθείτε
να διακοσμήσει να διακοσμήσουν(ε) να διακοσμηθεί να διακοσμηθούν(ε)
Perf να έχω διακοσμήσει
να έχω διακοσμημένο
να έχουμε διακοσμήσει
να έχουμε διακοσμημένο
να έχω διακοσμηθεί
να είμαι διακοσμημένος, -η
να έχουμε διακοσμηθεί
να είμαστε διακοσμημένοι, -ες
να έχεις διακοσμήσει
να έχεις διακοσμημένο
να έχετε διακοσμήσει
να έχετε διακοσμημένο
να έχεις διακοσμηθεί
να είσαι διακοσμημένος, -η
να έχετε διακοσμηθεί
να είστε διακοσμημένοι, -ες
να έχει διακοσμήσει
να έχει διακοσμημένο
να έχουν διακοσμήσει
να έχουν διακοσμημένο
να έχει διακοσμηθεί
να είναι διακοσμημένος, -η, -ο
να έχουν διακοσμηθεί
να είναι διακοσμημένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres διακοσμείτε διακοσμείστε
Aorist διακόσμησε διακοσμήστε, διακοσμήσετε διακοσμήσου διακοσμηθείτε
Part
iciple
Pres διακοσμώντας
Perf έχοντας διακοσμήσει, έχοντας διακοσμημένο διακοσμημένος, -η, -ο διακοσμημένοι, -ες, -α
Infin Aorist διακοσμήσει διακοσμηθεί