ΔΙΑΚΟΣΜΩ I decorate |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
διακοσμώ |
διακοσμούμε |
διακοσμούμαι |
διακοσμούμαστε |
διακοσμείς |
διακοσμείτε |
διακοσμείσαι |
διακοσμείστε |
διακοσμεί |
διακοσμούν(ε) |
διακοσμείται |
διακοσμούνται |
Imper fect |
διακοσμούσα |
διακοσμούσαμε |
διακοσμούμουν |
διακοσμούμαστε |
διακοσμούσες |
διακοσμούσατε |
|
|
διακοσμούσε |
διακοσμούσαν(ε) |
διακοσμούνταν, διακοσμείτο |
διακοσμούνταν, διακοσμούντο |
Aorist |
διακόσμησα |
διακοσμήσαμε |
διακοσμήθηκα |
διακοσμηθήκαμε |
διακόσμησες |
διακοσμήσατε |
διακοσμήθηκες |
διακοσμηθήκατε |
διακόσμησε |
διακόσμησαν, διακοσμήσαν(ε) |
διακοσμήθηκε |
διακοσμήθηκαν, διακοσμηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω διακοσμήσει
έχω διακοσμημένο |
έχουμε διακοσμήσει
έχουμε διακοσμημένο |
έχω διακοσμηθεί
είμαι διακοσμημένος, -η |
έχουμε διακοσμηθεί
είμαστε διακοσμημένοι, -ες |
έχεις διακοσμήσει
έχεις διακοσμημένο |
έχετε διακοσμήσει
έχετε διακοσμημένο |
έχεις διακοσμηθεί
είσαι διακοσμημένος, -η |
έχετε διακοσμηθεί
είστε διακοσμημένοι, -ες |
έχει διακοσμήσει
έχει διακοσμημένο |
έχουν διακοσμήσει
έχουν διακοσμημένο |
έχει διακοσμηθεί
είναι διακοσμημένος, -η, -ο |
έχουν διακοσμηθεί
είναι διακοσμημένοι, -ές, -α |
Plu perf ect |
είχα διακοσμήσει
είχα διακοσμημένο |
είχαμε διακοσμήσει
είχαμε διακοσμημένο |
είχα διακοσμηθεί
ήμουν διακοσμημένος, -η |
είχαμε διακοσμηθεί
ήμαστε διακοσμημένοι, -ες |
είχες διακοσμήσει
είχες διακοσμημένο |
είχατε διακοσμήσει
είχατε διακοσμημένο |
είχες διακοσμηθεί
ήσουν διακοσμημένος, -η |
είχατε διακοσμηθεί
ήσαστε διακοσμημένοι, -ες |
είχε διακοσμήσει
είχε διακοσμημένο |
είχαν διακοσμήσει
είχαν διακοσμημένο |
είχε διακοσμηθεί
ήταν διακοσμημένος, -η, -ο |
είχαν διακοσμηθεί
ήταν διακοσμημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα διακοσμώ |
θα διακοσμούμε |
θα διακοσμούμαι |
θα διακοσμούμαστε |
θα διακοσμείς |
θα διακοσμείτε |
θα διακοσμείσαι |
θα διακοσμείστε |
θα διακοσμεί |
θα διακοσμούν(ε) |
θα διακοσμείται |
θα διακοσμούνται |
Simp Fut |
θα διακοσμήσω |
θα διακοσμήσουμε |
θα διακοσμηθώ |
θα διακοσμηθούμε |
θα διακοσμήσεις |
θα διακοσμήσετε |
θα διακοσμηθείς |
θα διακοσμηθείτε |
θα διακοσμήσει |
θα διακοσμήσουν(ε) |
θα διακοσμηθεί |
θα διακοσμηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω διακοσμήσει
θα έχω διακοσμημένο |
θα έχουμε διακοσμήσει
θα έχουμε διακοσμημένο |
θα έχω διακοσμηθεί
θα είμαι διακοσμημένος, -η |
θα έχουμε διακοσμηθεί
θα είμαστε διακοσμημένοι, -ες |
θα έχεις διακοσμήσει
θα έχεις διακοσμημένο |
θα έχετε διακοσμήσει
θα έχετε διακοσμημένο |
θα έχεις διακοσμηθεί
θα είσαι διακοσμημένος, -η |
θα έχετε διακοσμηθεί
θα είστε διακοσμημένοι, -η |
θα έχει διακοσμήσει
θα έχει διακοσμημένο |
θα έχουν διακοσμήσει
θα έχουν διακοσμημένο |
θα έχει διακοσμηθεί
θα είναι διακοσμημένος, -η, -ο |
θα έχουν διακοσμηθεί
θα είναι διακοσμημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να διακοσμώ |
να διακοσμούμε |
να διακοσμούμαι |
να διακοσμούμαστε |
να διακοσμείς |
να διακοσμείτε |
να διακοσμείσαι |
να διακοσμείστε |
να διακοσμεί |
να διακοσμούν(ε) |
να διακοσμείται |
να διακοσμούνται |
Aorist |
να διακοσμήσω |
να διακοσμήσουμε, να διακοσμήσομε |
να διακοσμηθώ |
να διακοσμηθούμε |
να διακοσμήσεις |
να διακοσμήσετε |
να διακοσμηθείς |
να διακοσμηθείτε |
να διακοσμήσει |
να διακοσμήσουν(ε) |
να διακοσμηθεί |
να διακοσμηθούν(ε) |
Perf |
να έχω διακοσμήσει
να έχω διακοσμημένο |
να έχουμε διακοσμήσει
να έχουμε διακοσμημένο |
να έχω διακοσμηθεί
να είμαι διακοσμημένος, -η |
να έχουμε διακοσμηθεί
να είμαστε διακοσμημένοι, -ες |
να έχεις διακοσμήσει
να έχεις διακοσμημένο |
να έχετε διακοσμήσει
να έχετε διακοσμημένο |
να έχεις διακοσμηθεί
να είσαι διακοσμημένος, -η |
να έχετε διακοσμηθεί
να είστε διακοσμημένοι, -ες |
να έχει διακοσμήσει
να έχει διακοσμημένο |
να έχουν διακοσμήσει
να έχουν διακοσμημένο |
να έχει διακοσμηθεί
να είναι διακοσμημένος, -η, -ο |
να έχουν διακοσμηθεί
να είναι διακοσμημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
|
διακοσμείτε |
|
διακοσμείστε |
Aorist |
διακόσμησε |
διακοσμήστε, διακοσμήσετε |
διακοσμήσου |
διακοσμηθείτε |
Part iciple |
Pres |
διακοσμώντας |
|
Perf |
έχοντας διακοσμήσει, έχοντας διακοσμημένο |
διακοσμημένος, -η, -ο |
διακοσμημένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
διακοσμήσει |
διακοσμηθεί |