| ΔΙΑΤΑΣΣΩ I arrange |
Active | Passive | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Singular | Plural | Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E |
Pres ent |
διατάσσω (διατάζω) | διατάσσουμε, διατάσσομε | διατάσσομαι | διατασσόμαστε |
| διατάσσεις | διατάσσετε | διατάσσεσαι | διατάσσεστε, διατασσόσαστε | ||
| διατάσσει | διατάσσουν(ε) | διατάσσεται | διατάσσονται | ||
| Imper fect |
διέτασσα | διατάσσαμε | διατασσόμουν(α) | διατασσόμαστε, διατασσόμασταν | |
| διέτασσες | διατάσσατε | διατασσόσουν(α) | διατασσόσαστε, διατασσόσασταν | ||
| διέτασσε | διέτασσαν, διατάσσαν(ε) | διατασσόταν(ε) | διατάσσονταν, διατασσόντανε, διατασσόντουσαν | ||
| Aorist | διέταξα | διατάξαμε | διατάχθηκα, διατάχτηκα | διαταχθήκαμε, διαταχτήκαμε | |
| διέταξες | διατάξατε | διατάχθηκες, διατάχτηκες | διαταχθήκατε, διαταχτήκατε | ||
| διέταξε | διέταξαν, διατάξαν(ε) | διατάχθηκε, διατάχτηκε | διατάχθηκαν, διαταχθήκαν(ε) διατάχτηκαν, διαταχτήκαν(ε) |
||
| Per fect |
|||||
| Plu per fect |
|||||
| Fut ure Cont inuous |
θα διατάσσω | θα διατάσσουμε, |
θα διατάσσομαι | θα διατασσόμαστε | |
| θα διατάσσεις | θα διατάσσετε | θα διατάσσεσαι | θα διατάσσεστε, |
||
| θα διατάσσει | θα διατάσσουν(ε) | θα διατάσσεται | θα διατάσσονται | ||
| Simp Fut |
θα διατάξω | θα διατάξουμε, |
θα διαταχθώ, θα διαταχτώ | θα διαταχθούμε, θα διαταχτούμε | |
| θα διατάξεις | θα διατάξετε | θα διαταχθείς, θα διαταχτείς | θα διαταχθείτε, θα διαταχτείτε | ||
| θα διατάξει | θα διατάξουν(ε) | θα διαταχθεί, θα διαταχτεί | θα διαταχθούν(ε), θα διαταχτούν(ε) | ||
| Fut Perf |
|||||
| S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να διατάσσω | να διατάσσουμε, |
να διατάσσομαι | να διατασσόμαστε |
| να διατάσσεις | να διατάσσετε | να διατάσσεσαι | να διατάσσεστε, |
||
| να διατάσσει | να διατάσσουν(ε) | να διατάσσεται | να διατάσσονται | ||
| Aorist | να διατάξω | να διατάξουμε, |
να διαταχθώ, να διαταχτώ | να διαταχθούμε, να διαταχτούμε | |
| να διατάξεις | να διατάξετε | να διαταχθείς, να διαταχτείς | να διαταχθείτε, να διαταχτείτε | ||
| να διατάξει | να διατάξουν(ε) | να διαταχθεί, να διαταχτεί | να διαταχθούν(ε), να διαταχτούν(ε) | ||
| Perf | |||||
| Imper ative |
Pres | διέτασσε | διατάσσετε | διατάσσεστε | |
| Aorist | διέταξε | διατάξτε, διατάξετε | διατάξου | διαταχθείτε, διαταχτείτε | |
| Part iciple |
Pres | διατάσσοντας | διατασσόμενος | ||
| Perf | έχοντας διατάξει | διαταγμένος, -η, -ο | διαταγμένοι, -ες, -α | ||
| Infin | Aorist | διατάξει | διαταχθεί, διαταχτεί | ||