ΔΥΣΦΗΜΙΖΩ I defame |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
δυσφημίζω | δυσφημίζουμε, δυσφημίζομε | δυσφημίζομαι | δυσφημιζόμαστε |
δυσφημίζεις | δυσφημίζετε | δυσφημίζεσαι | δυσφημίζεστε, δυσφημιζόσαστε | ||
δυσφημίζει | δυσφημίζουν(ε) | δυσφημίζεται | δυσφημίζονται | ||
Imper fect |
δυσφήμιζα | δυσφημίζαμε | δυσφημιζόμουν(α) | δυσφημιζόμαστε, δυσφημιζόμασταν | |
δυσφήμιζες | δυσφημίζατε | δυσφημιζόσουν(α) | δυσφημιζόσαστε, δυσφημιζόσασταν | ||
δυσφήμιζε | δυσφήμιζαν, δυσφημίζαν(ε) | δυσφημιζόταν(ε) | δυσφημίζονταν, δυσφημιζόντανε, δυσφημιζόντουσαν | ||
Aorist | δυσφήμισα | δυσφημίσαμε | δυσφημίστηκα | δυσφημιστήκαμε | |
δυσφήμισες | δυσφημίσατε | δυσφημίστηκες | δυσφημιστήκατε | ||
δυσφήμισε | δυσφήμισαν, δυσφημίσαν(ε) | δυσφημίστηκε | δυσφημίστηκαν, δυσφημιστήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω δυσφημίσει έχω δυσφημισμένο |
έχουμε δυσφημίσει έχουμε δυσφημισμένο |
έχω δυσφημιστεί είμαι δυσφημισμένος, -η |
έχουμε δυσφημιστεί είμαστε δυσφημισμένοι, -ες |
|
έχεις δυσφημίσει έχεις δυσφημισμένο |
έχετε δυσφημίσει έχετε δυσφημισμένο |
έχεις δυσφημιστεί είσαι δυσφημισμένος, -η |
έχετε δυσφημιστεί είστε δυσφημισμένοι, -ες |
||
έχει δυσφημίσει έχει δυσφημισμένο |
έχουν δυσφημίσει έχουν δυσφημισμένο |
έχει δυσφημιστεί είναι δυσφημισμένος, -η, -ο |
έχουν δυσφημιστεί είναι δυσφημισμένοι, -ες, -α |
||
Plu per fect |
είχα δυσφημίσει είχα δυσφημισμένο |
είχαμε δυσφημίσει είχαμε δυσφημισμένο |
είχα δυσφημιστεί ήμουν δυσφημισμένος, -η |
είχαμε δυσφημιστεί ήμαστε δυσφημισμένοι, -ες |
|
είχες δυσφημίσει είχες δυσφημισμένο |
είχατε δυσφημίσει είχατε δυσφημισμένο |
είχες δυσφημιστεί ήσουν δυσφημισμένος, -η |
είχατε δυσφημιστεί ήσαστε δυσφημισμένοι, -ες |
||
είχε δυσφημίσει είχε δυσφημισμένο |
είχαν δυσφημίσει είχαν δυσφημισμένο |
είχε δυσφημιστεί ήταν δυσφημισμένος, -η, -ο |
είχαν δυσφημιστεί ήταν δυσφημισμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα δυσφημίζω | θα δυσφημίζουμε, |
θα δυσφημίζομαι | θα δυσφημιζόμαστε | |
θα δυσφημίζεις | θα δυσφημίζετε | θα δυσφημίζεσαι | θα δυσφημίζεστε, |
||
θα δυσφημίζει | θα δυσφημίζουν(ε) | θα δυσφημίζεται | θα δυσφημίζονται | ||
Simp Fut |
θα δυσφημίσω | θα δυσφημίσουμε, |
θα δυσφημιστώ | θα δυσφημιστούμε | |
θα δυσφημίσεις | θα δυσφημίσετε | θα δυσφημιστείς | θα δυσφημιστείτε | ||
θα δυσφημίσει | θα δυσφημίσουν(ε) | θα δυσφημιστεί | θα δυσφημιστούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να δυσφημίζω | να δυσφημίζουμε, |
να δυσφημίζομαι | να δυσφημιζόμαστε |
να δυσφημίζεις | να δυσφημίζετε | να δυσφημίζεσαι | να δυσφημίζεστε, |
||
να δυσφημίζει | να δυσφημίζουν(ε) | να δυσφημίζεται | να δυσφημίζονται | ||
Aorist | να δυσφημίσω | να δυσφημίσουμε, |
να δυσφημιστώ | να δυσφημιστούμε | |
να δυσφημίσεις | να δυσφημίσετε | να δυσφημιστείς | να δυσφημιστείτε | ||
να δυσφημίσει | να δυσφημίσουν(ε) | να δυσφημιστεί | να δυσφημιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω δυσφημίσει |
να έχουμε δυσφημίσει |
να έχω δυσφημιστεί |
να έχουμε δυσφημιστεί |
|
να έχεις δυσφημίσει |
να έχετε δυσφημίσει |
να έχεις δυσφημιστεί |
να έχετε δυσφημιστεί |
||
να έχει δυσφημίσει |
να έχουν δυσφημίσει |
να έχει δυσφημιστεί |
να έχουν δυσφημιστεί |
||
Imper ative |
Pres | δυσφήμιζε | δυσφημίζετε | δυσφημίζεστε | |
Aorist | δυσφήμισε | δυσφημίστε | δυσφημίσου | δυσφημιστείτε | |
Part iciple |
Pres | δυσφημίζοντας | δυσφημιζόμενος | ||
Perf | έχοντας δυσφημίσει, έχοντας δυσφημισμένο | δυσφημισμένος, -η, -ο | δυσφημισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | δυσφημίσει | δυσφημιστεί |