ΔΙΑΦΗΜΙΖΩ I advertise |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
διαφημίζω | διαφημίζουμε, διαφημίζομε | διαφημίζομαι | διαφημιζόμαστε |
διαφημίζεις | διαφημίζετε | διαφημίζεσαι | διαφημίζεστε, διαφημιζόσαστε | ||
διαφημίζει | διαφημίζουν(ε) | διαφημίζεται | διαφημίζονται | ||
Imper fect |
διαφήμιζα | διαφημίζαμε | διαφημιζόμουν(α) | διαφημιζόμαστε, διαφημιζόμασταν | |
διαφήμιζες | διαφημίζατε | διαφημιζόσουν(α) | διαφημιζόσαστε, διαφημιζόσασταν | ||
διαφήμιζε | διαφήμιζαν, διαφημίζαν(ε) | διαφημιζόταν(ε) | διαφημίζονταν, διαφημιζόντανε, διαφημιζόντουσαν | ||
Aorist | διαφήμισα | διαφημίσαμε | διαφημίστηκα | διαφημιστήκαμε | |
διαφήμισες | διαφημίσατε | διαφημίστηκες | διαφημιστήκατε | ||
διαφήμισε | διαφήμισαν, διαφημίσαν(ε) | διαφημίστηκε | διαφημίστηκαν, διαφημιστήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω διαφημίσει έχω διαφημισμένο |
έχουμε διαφημίσει έχουμε διαφημισμένο |
έχω διαφημιστεί είμαι διαφημισμένος, -η |
έχουμε διαφημιστεί είμαστε διαφημισμένοι, -ες |
|
έχεις διαφημίσει έχεις διαφημισμένο |
έχετε διαφημίσει έχετε διαφημισμένο |
έχεις διαφημιστεί είσαι διαφημισμένος, -η |
έχετε διαφημιστεί είστε διαφημισμένοι, -ες |
||
έχει διαφημίσει έχει διαφημισμένο |
έχουν διαφημίσει έχουν διαφημισμένο |
έχει διαφημιστεί είναι διαφημισμένος, -η, -ο |
έχουν διαφημιστεί είναι διαφημισμένοι, -ες, -α |
||
Plu per fect |
είχα διαφημίσει είχα διαφημισμένο |
είχαμε διαφημίσει είχαμε διαφημισμένο |
είχα διαφημιστεί ήμουν διαφημισμένος, -η |
είχαμε διαφημιστεί ήμαστε διαφημισμένοι, -ες |
|
είχες διαφημίσει είχες διαφημισμένο |
είχατε διαφημίσει είχατε διαφημισμένο |
είχες διαφημιστεί ήσουν διαφημισμένος, -η |
είχατε διαφημιστεί ήσαστε διαφημισμένοι, -ες |
||
είχε διαφημίσει είχε διαφημισμένο |
είχαν διαφημίσει είχαν διαφημισμένο |
είχε διαφημιστεί ήταν διαφημισμένος, -η, -ο |
είχαν διαφημιστεί ήταν διαφημισμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα διαφημίζω | θα διαφημίζουμε, |
θα διαφημίζομαι | θα διαφημιζόμαστε | |
θα διαφημίζεις | θα διαφημίζετε | θα διαφημίζεσαι | θα διαφημίζεστε, |
||
θα διαφημίζει | θα διαφημίζουν(ε) | θα διαφημίζεται | θα διαφημίζονται | ||
Simp Fut |
θα διαφημίσω | θα διαφημίσουμε, |
θα διαφημιστώ | θα διαφημιστούμε | |
θα διαφημίσεις | θα διαφημίσετε | θα διαφημιστείς | θα διαφημιστείτε | ||
θα διαφημίσει | θα διαφημίσουν(ε) | θα διαφημιστεί | θα διαφημιστούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να διαφημίζω | να διαφημίζουμε, |
να διαφημίζομαι | να διαφημιζόμαστε |
να διαφημίζεις | να διαφημίζετε | να διαφημίζεσαι | να διαφημίζεστε, |
||
να διαφημίζει | να διαφημίζουν(ε) | να διαφημίζεται | να διαφημίζονται | ||
Aorist | να διαφημίσω | να διαφημίσουμε, |
να διαφημιστώ | να διαφημιστούμε | |
να διαφημίσεις | να διαφημίσετε | να διαφημιστείς | να διαφημιστείτε | ||
να διαφημίσει | να διαφημίσουν(ε) | να διαφημιστεί | να διαφημιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω διαφημίσει |
να έχουμε διαφημίσει |
να έχω διαφημιστεί |
να έχουμε διαφημιστεί |
|
να έχεις διαφημίσει |
να έχετε διαφημίσει |
να έχεις διαφημιστεί |
να έχετε διαφημιστεί |
||
να έχει διαφημίσει |
να έχουν διαφημίσει |
να έχει διαφημιστεί |
να έχουν διαφημιστεί |
||
Imper ative |
Pres | διαφήμιζε | διαφημίζετε | διαφημίζεστε | |
Aorist | διαφήμισε | διαφημίστε | διαφημίσου | διαφημιστείτε | |
Part iciple |
Pres | διαφημίζοντας | διαφημιζόμενος | ||
Perf | έχοντας διαφημίσει, έχοντας διαφημισμένο | διαφημισμένος, -η, -ο | διαφημισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διαφημίσει | διαφημιστεί |