ΔΟΚΙΜΑΖΩ
I try on/out
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
δοκιμάζω δοκιμάζουμε, δοκιμάζομε δοκιμάζομαι δοκιμαζόμαστε
δοκιμάζεις δοκιμάζετε δοκιμάζεσαι δοκιμάζεστε, δοκιμαζόσαστε
δοκιμάζει δοκιμάζουν(ε) δοκιμάζεται δοκιμάζονται
Imper
fect
δοκίμαζα δοκιμάζαμε δοκιμαζόμουνα δοκιμαζόμαστε, δοκιμαζόμασταν
δοκίμαζες δοκιμάζατε δοκιμαζόσουνα δοκιμαζόσαστε, δοκιμαζόσασταν
δοκίμαζε δοκίμαζαν, δοκιμάζαν(ε) δοκιμαζότανε δοκιμάζονταν, δοκιμαζόντανε, δοκιμαζόντουσαν
Aorist δοκίμασα δοκιμάσαμε δοκιμάστηκα δοκιμαστήκαμε
δοκίμασες δοκιμάσατε δοκιμάστηκες δοκιμαστήκατε
δοκίμασε δοκίμασαν, δοκιμάσαν(ε) δοκιμάστηκε δοκιμάστηκαν, δοκιμαστήκανε
Per
fect
έχω δοκιμάσει
έχω δοκιμασμένο
έχουμε δοκιμάσει
έχουμε δοκιμασμένο
έχω δοκιμαστεί
είμαι δοκιμασμένος, -η
έχουμε δοκιμαστεί
είμαστε δοκιμασμένοι, -ες
έχεις δοκιμάσει
έχεις δοκιμασμένο
έχετε δοκιμάσει
έχετε δοκιμασμένο
έχεις δοκιμαστεί
είσαι δοκιμασμένος, -η
έχετε δοκιμαστεί
είστε δοκιμασμένοι, -ες
έχει δοκιμάσει
έχει δοκιμασμένο
έχουν δοκιμάσει
έχουν δοκιμασμένο
έχει δοκιμαστεί
είναι δοκιμασμένος, -η, -ο
έχουν δοκιμαστεί
είναι δοκιμασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα δοκιμάσει
είχα δοκιμασμένο
είχαμε δοκιμάσει
είχαμε δοκιμασμένο
είχα δοκιμαστεί
ήμουν δοκιμασμένος, -η
είχαμε δοκιμαστεί
ήμαστε δοκιμασμένοι, -ες
είχες δοκιμάσει
είχες δοκιμασμένο
είχατε δοκιμάσει
είχατε δοκιμασμένο
είχες δοκιμαστεί
ήσουν δοκιμασμένος, -η
είχατε δοκιμαστεί
ήσαστε δοκιμασμένοι, -ες
είχε δοκιμάσει
είχε δοκιμασμένο
είχαν δοκιμάσει
είχαν δοκιμασμένο
είχε δοκιμαστεί
ήταν δοκιμασμένος, -η, -ο
είχαν δοκιμαστεί
ήταν δοκιμασμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα δοκιμάζω θα δοκιμάζουμε, θα δοκιμάζομε θα δοκιμάζομαι θα δοκιμαζόμαστε
θα δοκιμάζεις θα δοκιμάζετε θα δοκιμάζεσαι θα δοκιμάζεστε, θα δοκιμαζόσαστε
θα δοκιμάζει θα δοκιμάζουν(ε) θα δοκιμάζεται θα δοκιμάζονται
Simp
Fut
θα δοκιμάσω θα δοκιμάσουμε, θα δοκιμάσομε θα δοκιμαστώ θα δοκιμαστούμε
θα δοκιμάσεις θα δοκιμάσετε θα δοκιμαστείς θα δοκιμαστείτε
θα δοκιμάσει θα δοκιμάσουν(ε) θα δοκιμαστεί θα δοκιμαστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω δοκιμάσει
θα έχω δοκιμασμένο
θα έχουμε δοκιμάσει
θα έχουμε δοκιμασμένο
θα έχω δοκιμαστεί
θα είμαι δοκιμασμένος, -η
θα έχουμε δοκιμαστεί
θα είμαστε δοκιμασμένοι, -ες
θα έχεις δοκιμάσει
θα έχεις δοκιμασμένο
θα έχετε δοκιμάσει
θα έχετε δοκιμασμένο
θα έχεις δοκιμαστεί
θα είσαι δοκιμασμένος, -η
θα έχετε δοκιμαστεί
θα είστε δοκιμασμένοι, -ες
θα έχει δοκιμάσει
θα έχει δοκιμασμένο
θα έχουν δοκιμάσει
θα έχουν δοκιμασμένο
θα έχει δοκιμαστεί
θα είναι δοκιμασμένος, -η, -ο
θα έχουν δοκιμαστεί
θα είναι δοκιμασμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να δοκιμάζω να δοκιμάζουμε, να δοκιμάζομε να δοκιμάζομαι να δοκιμαζόμαστε
να δοκιμάζεις να δοκιμάζετε να δοκιμάζεσαι να δοκιμάζεστε, να δοκιμαζόσαστε
να δοκιμάζει να δοκιμάζουν(ε) να δοκιμάζεται να δοκιμάζονται
Aorist να δοκιμάσω να δοκιμάσουμε, να δοκιμάσομε να δοκιμαστώ να δοκιμαστούμε
να δοκιμάσεις να δοκιμάσετε να δοκιμαστείς να δοκιμαστείτε
να δοκιμάσει να δοκιμάσουν να δοκιμαστεί να δοκιμαστούν(ε)
Perf να έχω δοκιμάσει
να έχω δοκιμασμένο
να έχουμε δοκιμάσει
να έχουμε δοκιμασμένο
να έχω δοκιμαστεί
να είμαι δοκιμασμένος, -η
να έχουμε δοκιμαστεί
να είμαστε δοκιμασμένοι, -ες
να έχεις δοκιμάσει
να έχεις δοκιμασμένο
να έχετε δοκιμάσει
να έχετε δοκιμασμένο
να έχεις δοκιμαστεί
να είσαι δοκιμασμένος, -η
να έχετε δοκιμαστεί
να είστε δοκιμασμένοι, -ες
να έχει δοκιμάσει
να έχει δοκιμασμένο
να έχουν δοκιμάσει
να έχουν δοκιμασμένο
να έχει δοκιμαστεί
να είναι δοκιμασμένος, -η, -ο
να έχουν δοκιμαστεί
να είναι δοκιμασμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres δοκίμαζε δοκιμάζετε δοκιμάζεστε
Aorist δοκίμασε δοκιμάστε δοκιμάσου δοκιμαστείτε
Part
iciple
Pres δοκιμάζοντας δοκιμαζόμενος
Perf έχοντας δοκιμάσει, έχοντας δοκιμασμένο δοκιμασμένος, -η, -ο δοκιμασμένοι, -ες, -α
Infin Aorist δοκιμάσει δοκιμαστεί