ΔΙΣΤΑΖΩ
I hesitate
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
διστάζω διστάζουμε, διστάζομε
διστάζεις διστάζετε
διστάζει διστάζουν(ε)
Imper
fect
δίσταζα διστάζαμε
δίσταζες διστάζατε
δίσταζε δίσταζαν, διστάζαν(ε)
Aorist δίστασα διστάσαμε
δίστασες διστάσατε
δίστασε δίστασαν, διστάσαν(ε)
Per
fect
έχω διστάσει έχουμε διστάσει
έχεις διστάσει έχετε διστάσει
έχει διστάσει έχουν διστάσει
Plu
per
fect
είχα διστάσει είχαμε διστάσει
είχες διστάσει είχατε διστάσει
είχε διστάσει είχαν διστάσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα διστάζω θα διστάζουμε, θα διστάζομε
θα διστάζεις θα διστάζετε
θα διστάζει θα διστάζουν(ε)
Simp
Fut
θα διστάσω θα διστάσουμε, θα διστάζομε
θα διστάσεις θα διστάσετε
θα διστάσει θα διστάσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω διστάσει θα έχουμε διστάσει
θα έχεις διστάσει θα έχετε διστάσει
θα έχει διστάσει θα έχουν διστάσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να διστάζω να διστάζουμε, να διστάζομε
να διστάζεις να διστάζετε
να διστάζει να διστάζουν(ε)
Aorist να διστάσω να διστάσουμε, να διστάσομε
να διστάσεις να διστάσετε
να διστάσει να διστάσουν(ε)
Perf να έχω διστάσει να έχουμε διστάσει
να έχεις διστάσει να έχετε διστάσει
να έχει διστάσει να έχουν διστάσει
Imper
ative
Pres δίσταζε διστάζετε
Aorist δίστασε διστάστε
Part
iciple
Pres διστάζοντας
Perf έχοντας διστάσει
Infin Aorist διστάσει