| ΔΗΛΗΤΗΡ… I poison |
Active | Passive | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Singular | Plural | Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E |
Pres ent |
δηλητηριάζω | δηλητηριάζουμε, δηλητηριάζομε | δηλητηριάζομαι | δηλητηριαζόμαστε |
| δηλητηριάζεις | δηλητηριάζετε | δηλητηριάζεσαι | δηλητηριάζεστε, δηλητηριαζόσαστε | ||
| δηλητηριάζει | δηλητηριάζουν(ε) | δηλητηριάζεται | δηλητηριάζονται | ||
| Imper fect |
δηλητηρίαζα | δηλητηριάζαμε | δηλητηριαζόμουν(α) | δηλητηριαζόμαστε, δηλητηριαζόμασταν | |
| δηλητηρίαζες | δηλητηριάζατε | δηλητηριαζόσουν(α) | δηλητηριαζόσαστε, δηλητηριαζόσασταν | ||
| δηλητηρίαζε | δηλητηρίαζαν, δηλητηριάζαν(ε) | δηλητηριαζόταν(ε) | δηλητηριάζονταν, δηλητηριαζόντανε, δηλητηριαζόντουσαν | ||
| Aorist | δηλητηρίασα | δηλητηριάσαμε | δηλητηριάστηκα | δηλητηριαστήκαμε | |
| δηλητηρίασες | δηλητηριάσατε | δηλητηριάστηκες | δηλητηριαστήκατε | ||
| δηλητηρίασε | δηλητηρίασαν, δηλητηριάσαν(ε) | δηλητηριάστηκε | δηλητηριάστηκαν, δηλητηριαστήκαν(ε) | ||
| Per fect |
έχω δηλητηριάσει |
έχουμε δηλητηριάσει |
έχω δηλητηριαστεί |
έχουμε δηλητηριαστεί |
|
| έχεις δηλητηριάσει |
έχετε δηλητηριάσει |
έχεις δηλητηριαστεί |
έχετε δηλητηριαστεί |
||
| έχει δηλητηριάσει |
έχουν δηλητηριάσει |
έχει δηλητηριαστεί |
έχουν δηλητηριαστεί |
||
| Plu per fect |
είχα δηλητηριάσει είχα δηλητηριασμένο |
είχαμε δηλητηριάσει είχαμε δηλητηρισμένο |
είχα δηλητηριαστεί ήμουν δηλητηριασμένος, -η |
είχαμε δηλητηριαστεί ήμαστε δηλητηριασμένοι, -ες |
|
| είχες δηλητηριάσει είχες δηλητηριασμένο |
είχατε δηλητηριάσει είχατε δηλητηριασμένο |
είχες δηλητηριαστεί ήσουν δηλητηριασμένος, -η |
είχατε δηλητηριαστεί ήσαστε δηλητηριασμένοι, -ες |
||
| είχε δηλητηριάσει είχε δηλητηριασμένο |
είχαν δηλητηριάσει είχαν δηλητηριασμένο |
είχε δηλητηριαστεί ήταν δηλητηριασμένος, -η, -ο |
είχαν δηλητηριαστεί ήταν δηλητηριασμένοι, -ες, -α |
||
| Fut ure Cont inuous |
θα δηλητηριάζω | θα δηλητηριάζουμε, |
θα δηλητηριάζομαι | θα δηλητηριαζόμαστε | |
| θα δηλητηριάζεις | θα δηλητηριάζετε | θα δηλητηριάζεσαι | θα δηλητηριάζεστε, |
||
| θα δηλητηριάζει | θα δηλητηριάζουν(ε) | θα δηλητηριάζεται | θα δηλητηριάζονται | ||
| Simp Fut |
θα δηλητηριάσω | θα δηλητηριάσουμε, |
θα δηλητηριαστώ | θα δηλητηριαστούμε | |
| θα δηλητηριάσεις | θα δηλητηριάσετε | θα δηλητηριαστείς | θα δηλητηριαστείτε | ||
| θα δηλητηριάσει | θα δηλητηριάσουν(ε) | θα δηλητηριαστεί | θα δηλητηριαστούν(ε) | ||
| Fut Perf |
θα έχω δηλητηριάσει θα έχω δηλητηριασμένο |
θα έχουμε δηλητηριάσει θα έχουμε δηλητηριασμένο |
θα έχω δηλητηριαστεί θα είμαι δηλητηριασμένος, -η |
θα έχουμε δηλητηριαστεί |
|
| θα έχεις δηλητηριάσει θα έχεις δηλητηριασμένο |
θα έχετε δηλητηριάσει θα έχετε δηλητηριασμένο |
θα έχεις δηλητηριαστεί θα είσαι δηλητηριασμένος, -η |
θα έχετε δηλητηριαστεί θα είστε δηλητηριασμένοι, -ες |
||
| θα έχει δηλητηριάσει θα έχει δηλητηριασμένο |
θα έχουν δηλητηριάσει θα έχουν δηλητηριασμένο |
θα έχει δηλητηριαστεί θα είναι δηλητηριασμένος, -η, -ο |
θα έχουν δηλητηριαστεί θα είναι δηλητηριασμένοι, -ες, -α |
||
| S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να δηλητηριάζω | να δηλητηριάζουμε, |
να δηλητηριάζομαι | να δηλητηριαζόμαστε |
| να δηλητηριάζεις | να δηλητηριάζετε | να δηλητηριάζεσαι | να δηλητηριάζεστε, |
||
| να δηλητηριάζει | να δηλητηριάζουν(ε) | να δηλητηριάζεται | να δηλητηριάζονται | ||
| Aorist | να δηλητηριάσω | να δηλητηριάσουμε, |
να δηλητηριαστώ | να δηλητηριαστούμε | |
| να δηλητηριάσεις | να δηλητηριάσετε | να δηλητηριαστείς | να δηλητηριαστείτε | ||
| να δηλητηριάσει | να δηλητηριάσουν(ε) | να δηλητηριαστεί | να δηλητηριαστούν(ε) | ||
| Perf | να έχω δηλητηριάσει να έχω δηλητηριασμένο |
να έχουμε δηλητηριάσει |
να έχω δηλητηριαστεί |
να έχουμε δηλητηριαστεί |
|
| να έχεις δηλητηριάσει |
να έχετε δηλητηριάσει να έχετε δηλητηριασμένο |
να έχεις δηλητηριαστεί να είσαι δηλητηριασμένος, -η |
να έχετε δηλητηριαστεί να είστε δηλητηριασμένοι, -ες |
||
| να έχει δηλητηριάσει να έχει δηλητηριασμένο |
να έχουν δηλητηριάσει να έχουν δηλητηριασμένο |
να έχει δηλητηριαστεί |
να έχουν δηλητηριαστεί |
||
| Imper ative |
Pres | δηλητηρίαζε | δηλητηριάζετε | δηλητηριάζεστε | |
| Aorist | δηλητηρίασε | δηλητηριάστε | δηλητηριάσου | δηλητηριαστείτε | |
| Part iciple |
Pres | δηλητηριάζοντας | δηλητηριαζόμενος | ||
| Perf | έχοντας δηλητηριάσει, |
δηλητηριασμένος, -η, -ο | δηλητηριασμένοι, -ες, -α | ||
| Infin | Aorist | δηλητηριάσει | δηλητηριαστεί | ||