ΔΙΑΨΕΥΔΩ
I deny
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
διαψεύδω διαψεύδουμε, διαψεύδομε διαψεύδομαι διαψευδόμαστε
διαψεύδεις διαψεύδετε διαψεύδεσαι διαψεύδεστε, διαψευδόσαστε
διαψεύδει διαψεύδουν(ε) διαψεύδεται διαψεύδονται
Imper
fect
διέψευδα διαψεύδαμε διαψευδόμουν(α) διαψευδόμαστε
διέψευδες διαψεύδατε διαψευδόσουν(α) διαψευδόσαστε
διέψευδε διέψευδαν, διαψεύδαν(ε) διαψευδόταν(ε) διαψεύδονταν
Aorist διέψευσα διαψεύσαμε διαψεύστηκα διαψευστήκαμε
διέψευσες διαψεύσατε διαψεύστηκες διαψευστήκατε
διέψευσε διέψευσαν, διαψεύσαν(ε) διαψεύστηκε διαψεύστηκαν, διαψευστήκαν(ε)
Per
fect
έχω διαψεύσει έχουμε διαψεύσει έχω διαψευστεί
είμαι διαψευσμένος, -η
έχουμε διαψευστεί
είμαστε διαψευσμένοι, -ες
έχεις διαψεύσει έχετε διαψεύσει έχεις διαψευστεί
είσαι διαψευσμένος, -η
έχετε διαψευστεί
είστε διαψευσμένοι, -ες
έχει διαψεύσει έχουν διαψεύσει έχει διαψευστεί
είναι διαψευσμένος, -η, -ο
έχουν διαψευστεί
είναι διαψευσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα διαψεύσει είχαμε διαψεύσει είχα διαψευστεί
ήμουν διαψευσμένος, -η
είχαμε διαψευστεί
ήμαστε διαψευσμένοι, -ες
είχες διαψεύσει είχατε διαψεύσει είχες διαψευστεί
ήσουν διαψευσμένος, -η
είχατε διαψευστεί
ήσαστε διαψευσμένοι, -ες
είχε διαψεύσει είχαν διαψεύσει είχε διαψευστεί
ήταν διαψευσμένος, -η, -ο
είχαν διαψευστεί
ήταν διαψευσμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα διαψεύδω θα διαψεύδουμε, θα διαψεύδομε θα διαψεύδομαι θα διαψευδόμαστε
θα διαψεύδεις θα διαψεύδετε θα διαψεύδεσαι θα διαψεύδεστε θα διαψευδόσαστε
θα διαψεύδει θα διαψεύδουν(ε) θα διαψεύδεται θα διαψεύδονται
Simp
Fut
θα διαψεύσω θα διαψεύσουμε, θα διαψεύσομε θα διαψευστώ θα διαψευστούμε
θα διαψεύσεις θα διαψεύσετε θα διαψευστείς θα διαψευστείτε
θα διαψεύσει θα διαψεύσουν(ε) θα διαψευστεί θα διαψευστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω διαψεύσει θα έχουμε διαψεύσει θα έχω διαψευστεί
θα είμαι διαψευσμένος, -η
θα έχουμε διαψευστεί
θα είμαστε διαψευσμένοι, -ες
θα έχεις διαψεύσει θα έχετε διαψεύσει θα έχεις διαψευστεί
θα είσαι διαψευσμένος, -η
θα έχετε διαψευστεί
θα είστε διαψευσμένοι, -ες
θα έχει διαψεύσει θα έχουν διαψεύσει θα έχει διαψευστεί
θα είναι διαψευσμένος, -η, -ο
θα έχουν διαψευστεί
θα είναι διαψευσμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να διαψεύδω να διαψεύδουμε, να διαψεύδομε να διαψεύδομαι να διαψευδόμαστε
να διαψεύδεις να διαψεύδετε να διαψεύδεσαι να διαψεύδεστε, να διαψευδόσαστε
να διαψεύδει να διαψεύδουν(ε) να διαψεύδεται να διαψεύδονται
Aorist να διαψεύσω να διαψεύσουμε, να διαψεύσομε να διαψευστώ να διαψευστούμε
να διαψεύσεις να διαψεύσετε να διαψευστείς να διαψευστείτε
να διαψεύσει να διαψεύσουν(ε) να διαψευστεί να διαψευστούν(ε)
Perf να έχω διαψεύσει να έχουμε διαψεύσει να έχω διαψευστεί
να είμαι διαψευσμένος, -η
να έχουμε διαψευστεί
να είμαστε διαψευσμένοι, -ες
να έχεις διαψεύσει να έχετε διαψεύσει να έχεις διαψευστεί
να είσαι διαψευσμένος, -η
να έχετε διαψευστεί
να είστε διαψευσμένοι, -ες
να έχει διαψεύσει να έχουν διαψεύσει να έχει διαψευστεί
να είναι διαψευσμένος, -η, -ο
να έχουν διαψευστεί
να είναι διαψευσμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres διάψευδε διαψεύδετε διαψεύδεστε
Aorist διάψευσε διαψεύστε, διαψεύσετε διαψεύσου διαψευστείτε
Part
iciple
Pres διαψεύδοντας διαψευδόμενος
Perf έχοντας διαψεύσει διαψευσμένος, -η, -ο διαψευσμένοι, -ες, -α
Infin Aorist διαψεύσει διαψευστεί