ΔΙΑΙΡΩ
I divide
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
διαιρώ διαιρούμε διαιρούμαι διαιρούμαστε
διαιρείς διαιρείτε διαιρείσαι διαιρείστε
διαιρεί διαιρούν(ε) διαιρείται διαιρούνται
Imper
fect
διαιρούσα διαιρούσαμε διαιρούμουν διαιρούμαστε
διαιρούσες διαιρούσατε
διαιρούσε διαιρούσαν(ε) διαιρούνταν, διαιρείτο διαιρούνταν, διαιρούντο
Aorist διαίρεσα διαιρέσαμε διαιρέθηκα διαιρεθήκαμε
διαίρεσες διαιρέσατε διαιρέθηκες διαιρεθήκατε
διαίρεσε διαίρεσαν, διαιρέσαν(ε) διαιρέθηκε διαιρέθηκαν, διαιρεθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω διαιρέσει
έχω διαιρεμένο
έχουμε διαιρέσει
έχουμε διαιρεμένο
έχω διαιρεθεί
είμαι διαιρεμένος, -η
έχουμε διαιρεθεί
είμαστε διαιρεμένοι, -ες
έχεις διαιρέσει
έχεις διαιρεμένο
έχετε διαιρέσει
έχετε διαιρεμένο
έχεις διαιρεθεί
είσαι διαιρεμένος, -η
έχετε διαιρεθεί
είστε διαιρεμένοι, -ες
έχει διαιρέσει
έχει διαιρεμένο
έχουν διαιρέσει
έχουν διαιρεμένο
έχει διαιρεθεί
είναι διαιρεμένος, -η, -ο
έχουν διαιρεθεί
είναι διαιρεμένοι, -ές, -α
Plu
perf
ect
είχα διαιρέσει
είχα διαιρεμένο
είχαμε διαιρέσει
είχαμε διαιρεμενο
είχα διαιρεθεί
ήμουν διαιρεμένος, -η
είχαμε διαιρεθεί
ήμαστε διαιρεμένοι, -ες
είχες διαιρέσει
είχες διαιρεμένο
είχατε διαιρέσει
είχατε διαιρεμένο
είχες διαιρεθεί
έσουν διαιρεμένος, -η
είχατε διαιρεθεί
έσαστε διαιρεμένοι, -ες
είχε διαιρέσει
είχε διαιρεμένο
είχαν διαιρέσει
είχαν διαιρεμένο
είχε διαιρεθεί
ήταν διαιρεμένος, -η, -ο
είχαν διαιρεθεί
ήταν διαιρεμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα διαιρώ θα διαιρούμε θα διαιρούμαι θα διαιρούμαστε
θα διαιρείς θα διαιρείτε θα διαιρείσαι θα διαιρείστε
θα διαιρεί θα διαιρούν(ε) θα διαιρείται θα διαιρούνται
Simp
Fut
θα διαιρέσω θα διαιρέσουμε, θα διαιρέσομε θα διαιρεθώ θα διαιρεθούμε
θα διαιρέσεις θα διαιρέσετε θα διαιρεθείς θα διαιρεθείτε
θα διαιρέσει θα διαιρέσουν(ε) θα διαιρεθεί θα διαιρεθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω διαιρέσει
θα έχω διαιρεμένο
θα έχουμε διαιρέσει
θα έχουμε διαιρεμένο
θα έχω διαιρεθεί
θα είμαι διαιρεμένος, -η
θα έχουμε διαιρεθεί
θα είμαστε διαιρεμένοι, -ες
θα έχεις διαιρέσει
θα έχεις διαιρεμένο
θα έχετε διαιρέσει
θα έχετε διαιρεμένο
θα έχεις διαιρεθεί
θα είσαι διαιρεμένος, -η
θα έχετε διαιρεθεί
θα είστε διαιρεμένοι, -η
θα έχει διαιρέσει
θα έχει διαιρεμένο
θα έχουν διαιρέσει
θα έχουν διαιρεμένο
θα έχει διαιρεθεί
θα είναι διαιρεμένος, -η, -ο
θα έχουν διαιρεθεί
θα είναι διαιρεμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να διαιρώ να διαιρούμε να διαιρούμαι να διαιρούμαστε
να διαιρείς να διαιρείτε να διαιρείσαι να διαιρείστε
να διαιρεί να διαιρούν(ε) να διαιρείται να διαιρούνται
Aorist να διαιρέσω να διαιρέσουμε, να διαιρέσομε να διαιρεθώ να διαιρεθούμε
να διαιρέσεις να διαιρέσετε να διαιρεθείς να διαιρεθείτε
να διαιρέσει να διαιρέσουν(ε) να διαιρεθεί να διαιρεθούν(ε)
Perf να έχω διαιρέσει
να έχω διαιρεμένο
να έχουμε διαιρέσει
να έχουμε διαιρεμένο
να έχω διαιρεθεί
να είμαι διαιρεμένος, -η
να έχουμε διαιρεθεί
να είμαστε διαιρεμενοι, -ες
να έχεις διαιρέσει
να έχεις διαιρεμένο
να έχετε διαιρέσει
να έχετε διαιρεμένο
να έχεις διαιρεθεί
να είσαι διαιρεμένος, -η
να έχετε διαιρεθεί
να είστε διαιρεμένοι, -ες
να έχει διαιρέσει
να έχει διαιρεμένο
να έχουν διαιρέσει
να έχουν διαιρεμένο
να έχει διαιρεθεί
να είναι διαιρεμένος, -η, -ο
να έχουν διαιρεθεί
να είναι διαιρεμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres διαιρείτε διαιρείστε
Aorist διαίρεσε διαιρέστε, διαιρέσετε διαιρέσου διαιρεθείτε
Part
iciple
Pres διαιρώντας διαιρούμενος
Perf έχοντας διαιρέσει, έχοντας διαιρεμένο διαιρεμένος/διηρημένος, -η, -ο διαιρεμένοι/διηρημένοι, -ες, -α
Infin Aorist διαιρέσει διαιρεθεί