ΔΕΡΝΩ
I beat
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
δέρνω δέρνουμε, δέρνομε δέρνομαι δερνόμαστε
δέρνεις δέρνετε δέρνεσαι δέρνεστε, δερνόσαστε
δέρνει δέρνουν(ε) δέρνεται δέρνονται
Imper
fect
έδερνα δέρναμε δερνόμουν(α) δερνόμαστε, δερνόμασταν
έδερνες δέρνατε δερνόσουν(α) δερνόσαστε, δερνόσασταν
έδερνε έδερναν, δέρναν(ε) δερνόταν(ε) δέρνονταν, δερνόντανε, δερνόντουσαν
Aorist έδειρα δείραμε δάρθηκα δαρθήκαμε
έδειρες δείρατε δάρθηκες δαρθήκατε
έδειρε έδειραν, δείραν(ε) δάρθηκε δάρθηκαν, δαρθήκαν(ε)
Per
fect
έχω δείρει
έχω δαρμένο
έχουμε δείρει
έχουμε δαρμένο
έχω δαρθεί
είμαι δαρμένος, -η
έχουμε δαρθεί
είμαστε δαρμένοι, -ες
έχεις δείρει
έχεις δαρμένο
έχετε δείρει
έχετε δαρμένο
έχεις δαρθεί
είσαι δαρμένος, -η
έχετε δαρθεί
είστε δαρμένοι, -ες
έχει δείρει
έχει δαρμένο
έχουν δείρει
έχουν δαρμένο
έχει δαρθεί
είναι δαρμένος, -η, -ο
έχουν δαρθεί
είναι δαρμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα δείρει
είχα δαρμένο
είχαμε δείρει
είχαμε δαρμένο
είχα δαρθεί
ήμουν δαρμένος, -η
είχαμε δαρθεί
ήμαστε δαρμένοι, -ες
είχες δείρει
είχες δαρμένο
είχατε δείρει
είχατε δαρμένο
είχες δαρθεί
ήσουν δαρμένος, -η
είχατε δαρθεί
ήσαστε δαρμένοι, -ες
είχε δείρει
είχε δαρμένο
είχαν δείρει
είχαν δαρμένο
είχε δαρθεί
ήταν δαρμένος, -η, -ο
είχαν δαρθεί
ήταν δαρμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα δέρνω θα δέρνουμε, θα δέρνομε θα δέρνομαι θα δερνόμαστε
θα δέρνεις θα δέρνετε θα δέρνεσαι θα δέρνεστε, θα δερνόσαστε
θα δέρνει θα δέρνουν(ε) θα δέρνεται θα δέρνονται
Simp
Fut
θα δείρω θα δείρουμε, θα δείρομε θα δαρθώ θα δαρθούμε
θα δείρεις θα δείρετε θα δαρθείς θα δαρθείτε
θα δείρει θα δείρουν(ε) θα δαρθεί θα δαρθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω δείρει
θα έχω δαρμένο
θα έχουμε δείρει
θα έχουμε δαρμένο
θα έχω δαρθεί
θα είμαι δαρμένος, -η
θα έχουμε δαρθεί
θα είμαστε δαρμένοι, -ες
θα έχεις δείρει
θα έχεις δαρμένο
θα έχετε δείρει
θα έχετε δαρμένο
θα έχεις δαρθεί
θα είσαι δαρμένος, -η
θα έχετε δαρθεί
θα είστε δαρμένοι, -ες
θα έχει δείρει
θα έχει δαρμένο
θα έχουν δείρει
θα έχουν δαρμένο
θα έχει δαρθεί
θα είναι δαρμένος, -η, -ο
θα έχουν δαρθεί
θα είναι δαρμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να δέρνω να δέρνουμε, να δέρνομε να δέρνομαι να δερνόμαστε
να δέρνεις να δέρνετε να δέρνεσαι να δέρνεστε, να δερνόσαστε
να δέρνει να δέρνουν(ε) να δέρνεται να δέρνονται
Aorist να δείρω να δείρουμε, να δείρομε να δαρθώ να δαρθούμε
να δείρεις να δείρετε να δαρθείς να δαρθείτε
να δείρει να δείρουν(ε) να δαρθεί να δαρθούν(ε)
Perf να έχω δείρει
να έχω δαρμένο
να έχουμε δείρει
να έχουμε δαρμένο
να έχω δαρθεί
να είμαι δαρμένος, -η
να έχουμε δαρθεί
να είμαστε δαρμένοι, -ες
να έχεις δείρει
να έχεις δαρμένο
να έχετε δείρει
να έχετε δαρμένο
να έχεις δαρθεί
να είσαι δαρμένος, -η
να έχετε δαρθεί
να είστε δαρμένοι, -ες
να έχει δείρει
να έχει δαρμένο
να έχουν δείρει
να έχουν δαρμένο
να έχει δαρθεί
να είναι δαρμένος, -η, -ο
να έχουν δαρθεί
να είναι δαρμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres δέρνε δέρνετε δέρνεστε
Aorist δείρε δείρετε, δείρτε δάρσου δαρθείτε
Part
iciple
Pres δέρνοντας
Perf έχοντας δείρει, έχοντας δαρμένο δαρμένος, -η, -ο δαρμένοι, -ες, -α
Infin Aorist δείρει δαρθεί